Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015

Ποτούλα


Από ένα χωριό κοντά στην Κυπαρισσία ήταν η γιαγιά της. Εκεί μεγάλωσε η μάνα και ο πατέρας της. Εκεί μεγάλωσε κι αυτή με τα αδέρφια της. Την ονόμασαν Ποτούλα, από τη γιαγιά, γιατί ήταν η μεσαία. Η μεγάλη της αδερφή πήρε το όνομα του παππού Σταύρου και ο μικρός του άλλου παππού, του Γιώργη. Αγαπημένη οικογένεια - «παραδοσιακή» Ελληνική… Τα παιδιά ξύπνια όλα, είχαν πάρει από τον πατέρα τους που του άρεσαν τα γράμματα. Μονιασμένα αδέρφια, όχι σαν κάτι άλλα που τρώγονται από το πρωί μέχρι το βράδυ. Η μεγάλη ήταν χαμηλών τόνων, αλλά μεγάλο μούτρο και ο μικρός ένας διάολος. Δεν του ξέφευγε τίποτα κι αν του έμπαινε κάτι στο μυαλό δεν του το έβγαζες με καμία δύναμη. Πεισματάρης και απόλυτος. Η Ποτούλα κάπου στη μέση. Μετρίου αναστήματος, μελαχρινή, με έντονο βλέμμα που δεν έκρυβε τίποτα – ότι σκεφτόταν από τα μάτια της περνούσε. Έξυπνο παιδί, με δυνατότητες που έλεγαν και οι καθηγητές της. Δυναμική και ζωηρή. Αεικίνητη. Χαρούμενο πλάσμα από τα γεννοφάσκια του. Μόνο έναν καημό είχε… Το όνομά της.

Μα Ποτούλα ρε μάνα!!! έλεγε και ξανάλεγε, λες και θα άλλαζε κάτι… Είχε προσπαθήσει πολλές φορές να το αλλάξει, να βρει ένα υποκοριστικό, μια παραλλαγή, κάτι. Μάταια. Τι να το κάνεις το Ποτούλα;;; Το Τούλα το σιχαινόταν πιο πολύ, οπότε με τα χρόνια το συνήθισε και αυτή, όσο αταίριαστο κι αν ήταν. Ποτούλα; Ποτούλα. Τέλος. Συμβιβάστηκε και ηρέμησε.

Μεγαλώνοντας άρχισε και να το διασκεδάζει. Γελούσε με την αντίδραση των ανθρώπων όταν συστηνόταν, ειδικά σε επαγγελματικούς χώρους γεμάτους Νεφέλες, Ηλέκτρες, Δανάες και τα συναφή. Απορούσε που την καλούσαν και για συνέντευξη με τέτοιο όνομα στο βιογραφικό. Καμμένο το brand από χέρι, αδερφέ. Ήταν σίγουρη ότι είχε χάσει πολλές δουλειές λόγω του ονόματός της, πριν καν διαβάσουν παρακάτω. Τι θα μπορούσε να είναι μια Ποτούλα;

Το όνομά σου σε ακολουθεί, τέλος. Εκφράζει μια ιστορία, ένα παρελθόν, ένα περιβάλλον… Το δικό της φώναζε μιζέρια κι επαρχία κι ας είχε φύγει από το χωριό της στα 18. Μα καλά, να μην έχει βρει κάτι άλλο, έστω και άσχετο; Από την άλλη, πώς; Έτσι στα κουτουρού να πάει να αλλάξει την ταυτότητά της; Δεν ήταν μόνο που θα πέθαινε ο πατέρας της, αλλά που η Ποτούλα ήταν η αγαπημένη της γιαγιά και δεν ήθελε να την πικράνει… Ε καλά ρε παιδί μου, ας το άλλαζε για τους ξένους, η πρώτη θα ήταν ή η τελευταία; Τίποτα αυτή. Ανένδοτη πλέον. Είχε αναπτύξει κι ένα μηχανισμό ότι όποιος δεν κώλωνε στο όνομα ήταν άνθρωπος με ουσία, οπότε άξιζε την προσοχή της. Οι άλλοι ήταν επιφανειακοί - να και να!!! Άλλωστε και δουλειά βρήκε και μια χαρά τα πήγαινε η Miss Potoula… Αμέ!!!

Οι ξένοι συνεργάτες ξεκαρδίζονταν στην ιδέα ότι την έλεγαν «little pot» όταν άλλοι καλοθελητές τους εξηγούσαν ότι το –ούλα σήμαινε μικρή. Χαμπάρι αυτή, γελούσε…

Γελούσε και με τους άντρες που τη φλέρταραν και κολλούσαν στιγμιαία στο άκουσμα του ονόματος… Δεν κάνεις για Ποτούλα. Άλλο είσαι… Για πεεες… Άκουγε ότι μπορείς να φανταστείς από τα πιο απλά και συνηθισμένα μέχρι τα πιο ψαγμένα και εκκεντρικά. Στο τέλος με την Ποτούλα πήγαιναν στο κρεβάτι και ξέχναγαν το όνομά τους - ποτέ το δικό της. Δυνατό εργαλείο η Ποτούλα. Ήταν μαθημένη να αναδύεται πάνω από το όνομα – στίγμα.

Όταν, δε, άρχισε να πίνει και, αργότερα, να πίνει περισσότερο, είχε πλέον έτοιμη την απάντηση: Ποτούλα, όνομα και πράγμα… συνοδευόμενο από ατελείωτα γέλια με τα αδέρφια και τους φίλους της. Έπινε και γέλαγε η Ποτούλα και δεν υπήρχε τίποτα που να μην αντιμετωπίζει με χιούμορ και ποτό… Όνομα και πράγμα. Μόνο η μάνα της δε γέλαγε με το αστείο. Φοβόταν βλέπεις το αλκοόλ και γενικώς τις εξαρτήσεις. Παν μέτρον άριστον ήταν το σλόγκαν της από μικρό παιδί και με αυτό είχε μεγαλώσει και τα παιδιά της. Μην ανησυχείς ρε μάνα, της έλεγαν, μια χαρά είμαστε, τι άλλο θες; Η μεγάλη είχε τακτοποιηθεί στο Δημόσιο, είχε παντρευτεί και στέλεχος σε πολυεθνική και όπου να’ ναι θα της έκανε και το εγγόνι. Ο μικρός είχε ακόμη καιρό και, στο κάτω κάτω, ήταν και άντρας. Δεν τον είχαν πάρει τα χρόνια. Η Ποτούλα όμως; Καριέρα, παρέες, ταξίδια, τρέλες, φλερτ, αλλά από τύχη τίποτα. Βρε λες να έφταιγε το όνομα; Άρχισε η μάνα της να τρώγεται με τα ίδια της τα ρούχα…

Κάθε φορά που πήγαινε να το υπονοήσει στον άντρα της αυτός γελούσε με την καρδιά του και, ενίοτε, τις έβαζε τις φωνές που σκεφτόταν σα γυναικούλα. Δεν της άρμοζε. Άκου εκεί να φταίει το όνομα!!! Σιγά, δεν την είπαμε και Σκατούλα, Ποτούλα την είπαμε… και δώστου τα γέλια. Η γιαγιά είχε φύγει από καιρό, αλλιώς θα γελούσε και αυτή με τον κανακάρη της.
 
 
 
Μεγάλωνε η Ποτούλα, μεγάλωνε και η έγνοια της μάνας της. Τι θα γίνεις εσύ βρε παιδί μου; Μη σε νοιάζει ρε μαμά, είμαι ΟΚ. Τη δουλειά μου την έχω, φίλους πολλούς και καλούς έχω, εσάς και τα αδέρφια μου έχω, δε μου λείπει τίποτα. Ναι, αλλά έτσι, μόνη σου θα μείνεις; Ε, καλά ρε μαμά, δεν είμαι και μόνη μου!!! Αν είναι να προκύψει, καλώς, δε θα σκάσουμε κιόλας. Αυτά έλεγε στη μάνα της για να την καθησυχάσει, αλλά μέσα της την έτρωγε πλέον η ιδέα της μοναξιάς. Όχι της μοναξιάς γενικώς, αλλά αυτής της συναισθηματικής, της συντροφικής, της ερωτικής. Δεν μπορούσε να στεριώσει με άνθρωπο και αυτό είχε αρχίσει να την προβληματίζει. Τώρα πλέον δε σκεφτόταν να αλλάξει όνομα, αλλά όλα τα άλλα.

Διότι Ποτούλα μεν, υψηλά στάνταρ δε. Όσο μικρό και κακομοίρικο ήταν το όνομα της, τόσο μεγάλες απαιτήσεις και προσδοκίες είχε από τον εαυτό της και τη ζωή, συμπεριλαμβανομένων των συντρόφων της. Όχι, δεν την ένοιαζε το χρήμα, αλλού ήταν υψηλές οι απαιτήσεις. Σεβασμό, αξιοπρέπεια και αγάπη. Αυτό αποζητούσε. Άντε και αρκετή τρέλα, διότι χωρίς αυτή δεν έβγαινε η ζωή. Αγαπούσε πολύ και δινόταν με πάθος όταν ήθελε, αλλά γινόταν και σκύλα όταν την έθιγες ή την πρόσβαλες. Δε θα συμβιβαστώ ποτέ.

Ποτούλα όπως ποτέ. Έτσι την κορόιδευαν πλέον οι φίλοι της. Τι κι αν είχε ασπαστεί το «ποτέ μη λες ποτέ» μεγαλώνοντας, της είχε μείνει η ρετσινιά. Μόνο ο αδερφός της ταυτιζόταν απόλυτα με τις απόψεις της – πιο υπερβολικός κιόλας πολλές φορές. Ο μόνος που τη φώναζε Ποτ από τότε που ξεπετάχτηκε και πονήρεψε και χαχάνιζαν σα χαζά. Μέχρι τώρα. Μη μασάς ρε, μαζί θα είμαστε μια ζωή. Άσε τη μαμά, δεν καταλαβαίνεις; Είναι αλλού. Λογικό. Τα καλύτερα έρχονται και είναι δικά μας. Μας αξίζουν γιατί αντέχουμε ρε Ποοοτ, άκου με!!!

*** *** ***

Βάλε ένα ποτό. Το γνωστό; Ναι. Τι έγινε, γιορτάζουμε κάτι; Ναι, την Ποτούλα των ποτέ. Τι έγινε ρε κορίτσι, να ανησυχήσω; Όχι περισσότερο από κάθε άλλη φορά, το έχω. Σίγουρα; Ναι. Πότε θα μου πεις;
Ποτέ.
 
 
 Συνεχίζεται… ίσως προσεχώς, ίσως ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου