Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Inshallah!!!


Είχα ακούσει ιστορίες για τους Άραβες και πόσο ιδιαίτεροι είναι στην επικοινωνία, ειδικά όσον αφορά σε συνεργασίες, διαπραγματεύσεις και όλα αυτά τα «ενδιαφέροντα» που διαδραματίζονται στον επαγγελματικό χώρο. Αυτό που δεν είχα καταλάβει, πριν την εμπειρία ala Marocain, ήταν το μέγεθος του "δράματος"!!! Δυστυχώς ή ευτυχώς το αντιλήφθηκα σχετικά νωρίς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έπαψα να εκπλήσσομαι. Διότι όσο ψυλλιασμένος και προετοιμασμένος να είσαι, έχουν ένα εξαιρετικό ταλέντο στον αυτοσχεδιασμό και στην ανακατωσούρα.
Έχουν μοναδικό ταλέντο στην αποφυγή παντός είδους ανάληψης ευθύνης, ακόμη και όταν είναι οι καθ ’ύλην αρμόδιοι. Μαγικό!!! Νομίζω ότι κατά βάθος τους ζηλεύω… Μπορούν να πουν τα πάντα για να μη δεσμευτούν σε τίποτα και το κάνουν με την «ευλογία του Θεού» (εδώ σε θέλω… πας κόντρα σε τόσο δυνατό επιχείρημα;;;). Διότι και να πάρουν την ευθύνη, και να εγκρίνουν μια απόφαση, και να κλείσουν ένα ραντεβού, αν δε θέλει ο Θεός;;; Οπότε στο «δυτικοαναθρεμμένο» μεν, εξωτικό δε, Μαρόκο η λέξη κλειδί είναι μια: ΙΝΣΑΛΛΑΧ!!!
«Ινσαλλάχ» (Inshallah) σημαίνει «Αν θέλει ο Θεός» και είναι η φράση που απαντάει σε ΟΛΑ!!! Αν είσαι μουσουλμάνος και αναφερθείς στο μέλλον χωρίς να ακολουθήσει το «Ινσαλλάχ» θεωρείται ύβρις και μπορεί να πέσει φωτιά να σε κάψει… Κατά συνέπεια, κλείνεις μια συμφωνία και λες από ευγένεια «Σας παρακαλώ στείλτε μου αύριο τα στοιχεία που συμφωνήσαμε», παίρνεις ως απάντηση «Ινσαλλάχ!». Ζητάς από έναν υφιστάμενο να ετοιμάσει κάτι για την επόμενη μέρα / εβδομάδα / μήνα, σου απαντάει «Ινσαλλάχ!». Λες σε κάποιον «Τα λέμε αύριο…» και αποκρίνεται «Ινσαλλάχ!»… και η λίστα μακραίνει και δεν έχει τελειωμό!!!
Στην αρχή το βρίσκεις αστείο, μετά γραφικό, στη συνέχεια σε εκνευρίζει και στο τέλος αρχίζεις να το λες κι εσύ όπως, όπου και όποτε σε βολεύει… Ρωτάει ο πελάτης, «Θα πιάσουμε τους στόχους στις πωλήσεις;» κι απαντάς με μειδίαμα και βλέμμα στον ουρανό «Ινσαλλάχ!». Σε ρωτάει ο υφιστάμενος «Θα πάρουμε αυξήσεις;» απαντάς «Ινσαλλάχ» (μην επαναλαμβάνομαι – ΝΑΙ – η αύξηση εδώ είναι υπαρκτή και αναμενόμενη). Αρχικά, γελάνε συγκρατημένα γιατί το βρίσκουν χαριτωμένο, αλλά όταν καταλάβουν ότι το εννοείς και δεν παπαγαλίζεις απλώς σε μια άγνωστη σε σένα γλώσσα, τους κόβεται το γελάκι… Η εκδίκηση (νομίζεις) είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο…
Αμ δε!!!
Έχουν κι άλλους άσους στο μανίκι… Διότι εδώ ισχύει η αρχή της μη άρνησης… Ρωτάς κάτι που θέλει απάντηση «ναι ή όχι» κι αρχίζει μονόλογος με εισαγωγή, κυρίως θέμα και επίλογο που μέχρι να ολοκληρωθεί έχεις ξεχάσει τι ρώτησες και που ήθελες να καταλήξεις, ενώ η συζήτηση έχει περάσει σε ένα από τα 15 υποθέματα (υπόθετα έπρεπε να τα λένε) που ανέφερε μέσα στο λογύδριο του ο συνομιλητής σου… Κάνεις απέλπιδες προσπάθειες να διακόψεις ευγενικά, με παταγώδη αποτυχία, ώσπου φτάνεις στο σημείο να θωρακίζεσαι στις σκέψεις σου μέχρι να τελειώσει το μαρτύριο, προσπαθώντας να μη χάσεις τον πραγματικό στόχο της συνάντησης, συζήτησης κοκ.
Στο τέλος καταλήγετε να έχει πει ο καθένας τα δικά του (άρα να είναι πολύ ικανοποιημένος με τον εαυτό του), αλλά να μην έχει υπάρξει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα ή απόφαση. Διότι αν κάνεις το λάθος και πεις «ΟΚ, δηλαδή που καταλήξαμε;;; Ναι ή όχι;;;» θα ξανακούσεις τα ίδια (κι απαράλλαχτα) και το μόνο που θα καταφέρεις είναι να γίνεις κουδούνι από τις μαλακίες και παπαρολογίες!!! Το έπαθα πολλές φορές στην αρχή και στο τέλος το πήρα απόφαση ότι δε βγαίνει άκρη έτσι, οπότε ή τα γράφω επίσημα μπας και χαμπαριάσουν (και Ινσαλλάχ!) ή τα γράφω εκεί που δεν πιάνει η μελάνη…
Η παραπάνω παραπλανητική τακτική υιοθετείται και όταν η απάντηση είναι επί της ουσίας θετική (δηλ. «Ναι»), αλλά πρέπει να μπει σε τέτοιο πλαίσιο ώστε ο συνομιλητής σου να καλύψει όλες τις πιθανές παρερμηνείες (που ενίοτε είναι ανύπαρκτες), διότι με το «ναι» παίρνει ευθύνη, την οποία πρέπει να μπορεί να τινάξει από πάνω του με την πρώτη (κατ’ αυτόν) στραβή… Όταν η απάντηση είναι αρνητική, δε θέλεις να ξέρεις… Όχι μόνο πρέπει να σε πείσει, όχι μόνο πρέπει να νιώσει ότι έχει καλύψει τυχόν πιθανότητες ανατροπής, αλλά θέλει να του πεις και μπράβο στο τέλος για να ενισχύσει την αίσθηση του αλάθητου…
Το γλέντι αρχίζει όταν εσύ, η νεαρή (δε θέλω σχόλια) ξένη που οφείλεις να τους «υπηρετείς» (αυτό βάλτε το σε πολλά εισαγωγικά), σε αντίστοιχες φάσεις, που νομίζεις ότι οφείλεις να δώσεις μια σαφή απάντηση, πετάς ξερά και ηχηρά ένα (δύο ή τρία) «ΟΧΙ», σαν το υποτιθέμενο του Μεταξά!!! Παγωμάρα.
Δεν ξέρουν να ακούνε στη λέξη «όχι». Αυτό φαίνεται και γλωσσολογικά (ειδική δεν είμαι, αλλά…), αν λάβεις υπόψη ότι στα αραβικά το «όχι» είναι «λα», δηλαδή μια μουσική νότα που, όπως και να έχει, το ελαφραίνει λίγο το πράμα – πράμα όπως οτιδήποτε αντιπαθητικό, μην τα ξαναλέμε… Προσωπικά, πεθαίνω με κουβέντες αγνώστων που πιάνει το αυτί μου στο δρόμο και εκεί που πέφτουν τα αλαμπουρνέζικα ακούς ένα «λαλαλαλαλαλαλαλα…» (τραγουδιστά και με έμφαση) και σου έρχεται η επιθυμία να αρχίσεις κι εσύ να αλαλάζεις στα κουτουρού… «Όχιοχιοχιοχιοχιοχιοχιοχιοχι… Μηηηηηηηηηηηηη!!!!!»
Στις πρώτες συναντήσεις («γνωριμίας» σαν τα συνοικέσια) αντιμετώπιζαν τα «όχι» και «δε γίνεται» ψύχραιμα, θεωρώντας μάλλον ότι θα συνετιστώ και την επόμενη φορά θα αλλάξω τροπάριο… Μετά από απανωτές απογοητεύσεις, πλέον έχουν αποδεχτεί το «θράσος» και την «αυθάδειά» μου, αλλά μου ρίχνουν καντήλια (ή ότι άλλο ρίχνουν εδώ) με το που γυρίσω την πλάτη μου και κάνουν παράπονα μεταξύ τους ή σε ντόπιους συνεργάτες μου, ώστε να τα μάθω…
Ειλικρινά σας μιλάω, δεν παλεύονται. Δεν τους αρέσουν τα «όχι», αλλά δε λένε ποτέ «ναι». Είναι απίστευτα κουραστικοί και μπορούν να σε εξοντώσουν με την αναβλητικότητα και τον ζαμανφουτισμό τους… Φυσικά και υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως σε όλους τους κανόνες, αλλά αυτές τις τρώει η μαύρη τρύπα του συστήματος, διότι χαλάνε την ησυχία του «κατεστημένου».
Οι ικανοί χρίζονται ανίκανοι, οι γνώστες ενοχλούν διότι κάνουν πιο εμφανή την άγνοια των υπολοίπων, τα «κέντρα αποφάσεων» άγονται και φέρονται από πολιτικάντηδες ή φαντάσματα της εξουσίας, όσοι είναι κοντομπατζανάκηδες του Βασιλέως (βεβαίως βεβαίως) είναι «δύναμη» και όσοι νομίζουν ότι έχουν δύναμη επειδή είναι γαμπροί ή ανίψια των «δημοκρατικά» εκλεγμένων («εκλεγμένοι» από το «περιβάλλον του Βασιλέως – βεβαίως βεβαίως) είναι γελασμένοι και τρέμει το φυλλοκάρδι τους κάθε φορά που αλλάζει το πολιτικό σκηνικό…
Οπότε, ως επί τω πλείστον συνεργάζεσαι με τυπάκια που κάποιος, κάπου, κάπως τα βόλεψε και τα οποία έχουν πλήρη άγνοια της μπίζνας για την οποία καλούνται να συντονίσουν, συζητήσουν, αποφασίσουν, εγκρίνουν, διευκολύνουν και άλλα ρήματα ενεργητικής φωνής που προϋποθέτουν μια δόση σοβαρότητας και ευθύνης… Άρα;;;
Άρα, ΙΝΣΑΛΛΑΧ και πάνω τούρλα!!!
……………………………………………………..
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1: Παρά τη σύντομη αναφορά στο υφιστάμενο προσωπικό, δεν μπαίνω καν στη διαδικασία να μοιραστώ λεπτομέρειες, διότι δε θα τελειώσω ποτέ την αφήγηση σχετικά με την παντελή έλλειψη υπευθυνότητας, σοβαρότητας και επαγγελματισμού. Φυσικά και εδώ υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά είναι ελάχιστες και ενίοτε επιρρεπείς…
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2: Αν μου έλεγε κάποιος πριν 10-15 χρόνια ότι θα έφτανα σε αυτά τα επίπεδα υπομονής και ανεκτικότητας, θα τον χαρακτήριζα τουλάχιστον τρελό και θα του κρέμαγα κουδούνια… Ελπίζω στο άμεσο μέλλον ή να τους στείλω όλους στα τσακίδια ή, σε αντίθετη περίπτωση, να αγιοποιηθώ… ΙΝΣΑΛΛΑΧ!!!
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 3: Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική. Το παραπάνω κείμενο αποτελεί αποκύημα της φαντασίας της συντάκτριάς του, η οποία, δόξα τον Αλλάχ, έχει γίνει εξπέρ στο αυτοπαραμύθιασμα και στις φακές!!!
 
 
 
 
 

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ ala Marocain (και όχι μόνο...)


Αν και λόγω φύλου, σύμφωνα με κάποιους, κανονικά δεν «επιτρέπεται» να κάνω κριτική στη γυναικεία συμπεριφορά, διότι υποτίθεται ότι θα έπρεπε να την καταλαβαίνω και να την υποστηρίζω, μόνο και μόνο επειδή έτυχε να έχω γεννηθεί γένους θηλυκού, θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω κάθετα, οριζόντια και διαγώνια…

Κυρίως γιατί ως γυναίκα έχω πολύ περισσότερες απαιτήσεις από το ίδιο μου το φύλο. Αν γυναίκα θεωρείται η κλασική αναπαράσταση στις ελληνικές και όχι μόνο ταινίες, ενός πλάσματος αδύναμου, απελπισμένου και πονηρού που μοναδικό σκοπό στη ζωή του έχει να βρει ένα «μαλάκα» να του φορτωθεί, ενώ παράλληλα θέλει να το παίζει ανεξάρτητη και χειραφετημένη σε εργασιακά περιβάλλοντα δύο ταχυτήτων, όπου ναι μεν θέλει να εξελιχθεί, αλλά για να αποδώσει χρειάζεται φροντίδα και προδέρμ, λυπάμαι αλλά δεν…

Δεν μπορεί να είμαστε τόσο «λίγες»… Σίγουρα δε γεννιόμαστε τόσο περιορισμένων προδιαγραφών… Είναι αυτή η άτιμη κοινωνία που φταίει, σε συνδυασμό με τη μέση οικογένεια, η οποία αποτελεί τη βάση αυτής της άτιμης κοινωνίας… Φαντάζομαι οι «ειδικοί» το αποδίδουν στις κούκλες που μας έκαναν δώρο στην ευαίσθητη και τόσο καθοριστική παιδική ηλικία, στα φουστανάκια και τις κορδέλες στα μαλλιά που έπρεπε να είναι πάντα χτενισμένα, στην «υποχρέωση» να μάθουμε «από νοικοκυριό» διότι «ποιός θα μας πάρει;» αν είμαστε ανεπρόκοπες, στις διαφορετικές προσδοκίες κομμένες και ραμμένες σε πατρόν δανεισμένο από το παρελθόν…

Στην περίπτωση μου μάλλον έπαιξε ρόλο ότι στη δική μου οικογένεια, η οποία φαινομενικά ήταν μια μέση οικογένεια με βασικές αρχές σύμφωνες με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, κάποια πράγματα γίνονταν αλλιώς ή, τέλος πάντων, γίνονταν με γνώμονα την ελευθερία της ανάπτυξης της προσωπικότητας χωρίς καλούπια και προδιαγεγραμμένα «πρέπει» (τα μόνα «πρέπει» είχαν να κάνουν με θέματα ηθικής, με την ουσιαστική έννοια της λέξης και όχι με αυτή που της προσδίδουν κατά καιρούς «βρώμικες» εκκλησίες, δήθεν καθωσπρέπει ομάδες υποκριτών και μυξοπαρθένες της πλάκας).

Φυσικά και σαν παιδί είχα κούκλες, αλλά εγώ τους έκοβα τα ξανθά μακριά μαλλιά τους για να ξεχωρίζουν λίγο η μια από την άλλη και τους τα έβαφα με μαρκαδόρο για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Είχα όμως και Playmobil, Lego και Puzzle (η διαφήμιση πάει σύννεφο!!!). Η μάνα μου όχι μόνο δε μου έβαζε κορδέλες στα μαλλιά - σε ποιά μαλλιά; - αλλά ούτε καν φουστανάκια, διότι της φαινόμουν αστεία, ένα κοριτσάκι με μαλλί μάγκα από το Μινόρε της Αυγής να το παίζω με το ζόρι «χαριτωμένο» κι αργότερα, οι αφέλειες έπεφταν πάντα μέσα στα μάτια μου – ο μεγάλος καημός της γιαγιάς μου («Πού να κάτσει να το χτενίσεις, το αγριοκάτσικο!!!»). Ευτυχώς στο δικό μου σπίτι αρκούσε να είμαστε «τακτικοί» – που δεν ήμουν, αλλά ενίοτε προσπαθούσα – και έγινε κατανοητή από νωρίς η άρνησή μου απέναντι σε οτιδήποτε υποδήλωνε δεδομένη «προσφορά» στο άλλο φύλο (ο «όρκος» που έκανα ότι δε θα μάθω ποτέ να σιδερώνω πουκάμισα είναι ίσως ο μοναδικός που έχω κρατήσει).

Γιατί όμως τα λέω όλα αυτά; Γιατί με έπιασε ξαφνικά η τρέλα να «κράξω» το ίδιο μου το φύλο; Μάλλον γιατί εκτός του ότι δεν ταυτίστηκα ποτέ 100% μαζί του (μήπως να μετρήσω τα επίπεδα τεστοστερόνης μου;), σήμερα, εδώ στο εξωτικό Μαρόκο, έχω ακόμη περισσότερους λόγους για να απογοητεύομαι με το πώς βλέπουν τη γυναίκα, αλλά κυρίως πως η ίδια βλέπει τον εαυτό της…

Κορίτσια / Γυναίκες κάθε είδους. Είτε έχουν τελειώσει το σχολείο, είτε έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό (η πλειοψηφία στο Παρίσι), είτε προέρχονται από τα «λαϊκά» στρώματα, είτε από την «αριστοκρατία», είτε είναι έξυπνες ή λιγότερο έξυπνες, όμορφες ή λιγότερο όμορφες, καλές στο επάγγελμά τους ή λιγότερο καλές, όλες μα όλες ζουν και αναπνέουν με την ελπίδα / αγωνία / εμμονή να βρουν έναν άντρα που θα τις παντρευτεί και θα τις κάνει «κυρίες»!!! Τι κι αν έχεις μια χαρά δουλειά κι έναν ευπρεπέστατο μισθό που σου επιτρέπει σχεδόν τα πάντα, αν έχεις πατήσει τα 30 και δεν έχεις γίνει σύζυγος (για να μην πω μάνα) ζεις έναν καθημερινό εφιάλτη…

ΟΚ. Κατανοητό. Άλλωστε έχουμε πει ότι το εξωτικό Μαρόκο είναι η Ελλάδα του ’60-’70 με αισθητική ’80, διασκέδαση ’90 και καταναλωτισμό ’00!!! Αλλά ρε παιδί μου, το 2013 σε έναν τόπο που δηλώνει «κοντά στη Δύση», παρά το γεγονός ότι είναι αραβική χώρα της Β. Αφρικής με μουσουλμανικό θρήσκευμα (!!!), περιμένεις τουλάχιστον από κάποιους (τους υποτιθέμενους «μορφωμένους») μια άλλη στάση…  

Ναι, βέβαια, για την ελίτ (βλ. «μορφωμένους») όλα έχουν μια πιο φιλελεύθερη εσάνς, αρκεί να έχεις παντρευτεί στη σωστή ηλικία (!!!). Το Ισλάμ έχει αρκετά γερές βάσεις ακόμη και στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, απλώς είναι λίγο πιο light και, φυσικά, a la carte. Οι γυναίκες όμως είναι ίδιες ανεξαρτήτως και ανεξαιρέτως… Καλομαθημένα κορίτσια «του μπαμπά» που σπούδαζαν στα Παρίσια, κάποιες από αυτές έκαναν και τα πρώτα τους επαγγελματικά βήματα, ενώ παράλληλα ξεσάλωναν σε ουδέτερο έδαφος και με διεθνείς παρέες, όταν πλησιάζουν στα 30 επιστρέφουν στην πατρίδα για να «τακτοποιηθούν» (αν δεν έχουν βρει κανέναν να τις «τακτοποιήσει» ήδη). Επειδή όμως δε σταματούν να επιδιώκουν τη διατήρηση της «Ευρωπαϊκής» τους ταυτότητας (κάποιες έχουν ήδη πάρει τη Γαλλική υπηκοότητα), οφείλουν να μπουν στον επαγγελματικό στίβο και να δηλώσουν την «ανεξαρτησία» τους!!!

Εκεί αρχίζουν τα γλέντια. Γιατί «καριερίστα» μεν, ευαίσθητο πλάσμα δε… Φοβούνται τα πάντα. Από το να οδηγήσουν μέχρι να κυκλοφορήσουν μόνες μετά τις 6-6:30 το απόγευμα.  Δεν μπορούν να διαχειριστούν την πίεση, το άγχος, το στρες… Δεν μπορούν τις επιπλήξεις ακόμη κι αν τις έχουν προκαλέσει οι ίδιες… Το δάκρυ τρέχει με το παραμικρό και η κλάψα είναι σε ημερήσια διάταξη. Η αιτία (ή αφορμή) δεν έχει σημασία… Μπορεί να είναι από το ότι είναι άρρωστη η μάνα τους, μέχρι το ότι «δεν έστρωνε το μαλλί σήμερα το πρωί». Δεν αντέχουν τη διπλανή που είναι πιο ψηλή και όμορφη, την άλλη που είναι παντρεμένη και αυτές όχι… Οι παντρεμένες δεν αντέχουν τις ελεύθερες που το παίζουν χαλαρές ενώ δεν είναι… Το θάψιμο και οι κακίες εκσφενδονίζονται στον αέρα και η τελική αναμέτρηση συνοψίζεται στους πόντους της τακούνας (τα περί τακούνας τα έχουμε πει σε ειδικό επεισόδιο κι όποιος δεν το έχει διαβάσει, να σπεύσει), ενώ ανάλογα τη διάθεση ανεβοκατεβαίνουν και οι πόντοι (αν δεις γκόμενα με φλατ, 99% είναι πολύ χάλια και πρέπει να προσέχεις…).

Είναι απίστευτο το πόσο εύκολα ξεκατινιάζονται!!! Είναι τρομακτικό το πόσο εύκολα διαβάλλουν τον οποιοδήποτε… Συχνά μου θυμίζουν νηπιαγωγείο με ατάκες τύπου «κυρία, κυρία δεν το έκανα εγώ… αυτή έφταιγε / με προκάλεσε» κοκ. Το εκπληκτικό, δε, είναι ότι δεν έχουν καμία επίγνωση της θέσης ή της ευθύνης τους… Δεν έχουν καν εικόνα του εαυτού τους!!! Δηλώνουν απογοητευμένες από τη χώρα τους και την ίδια στιγμή κάνουν ακριβώς όλα αυτά που υποτίθεται σιχαίνονται και θέλουν να αλλάξουν. Σχιζοφρένεια στο φουλ!!! Υποκρισία στο έπακρο…

Σοβαρότης Μηδέν κι εγώ μέσα στη μέση, πιο εξωγήινος από ποτέ!!! Διότι μπορεί να είμαι σούργελο με περικεφαλαία για φίλους και γνωστούς, αλλά με τη δουλειά δεν παίζουμε. Όπως δεν παίζουμε και με την αξιοπρέπειά μας!!! Χίλιες φορές «στην κοσμάρα μου» παρά κουτσομπόλα και ρουφιάνα, ιδιότητες που μου σηκώνουν την τρίχα και με ξενερώνουν όσο τίποτα, ειδικά στον επαγγελματικό χώρο…

Πρόσφατα μια κλασσική Μαροκάνα εκ Παρισίων, που αναφέρει τον «μπαμπά» της σε κάθε δεύτερη φράση, δήλωσε παραίτηση γιατί δεν άντεχε τη διπλανή, με την οποία ελάχιστη συνεργασία είχαν… Την τσίγκλαγε, λέει, συνέχεια (εγώ ως επικεφαλής δεν έκανα τίποτα για να εξομαλύνω την κατάσταση) και έφτασε στα όριά της… Διότι κατά τα άλλα, δεν ήθελε να φύγει και πολύ μας αγαπάει και μας εκτιμάει, αλλά να, ήταν αυτή η ενοχλητική «το φίδι», ήταν και η τυχαία προσφορά για άλλη θέση με κανένα χιλιάρικο ευρώ παραπάνω, τι να κάνει το κορίτσι;;; Μωρέ καλά έκανε, αλλά μην έρχεται και μου δίνει ως «επίσημη» αιτία «την άλλη»!!! Ας είμαστε λίγο σοβαροί!!!

Επίσης, μέσα στο πλαίσιο ξεκατινιάσματος, τα ξερνάνε όλα σε φίλους και «εχθρούς», με σκοπό να κοκορευτούν και μόνο. Όλοι γνωρίζουν τους μισθούς όλων και σε περίοδο αυξήσεων (ΝΑΙ, συμβαίνουν κι αυτά ακόμη εδώ στο Άφρικα – ΜΟΝΟ για τους ντόπιους, μην ετοιμάζεστε να μου ζητήσετε δανεικά) συγκρίνουν μεταξύ τους και βγάζουν και αυθαίρετα συμπεράσματα που όταν φτάνουν στα αυτιά μου, ανάλογα με τη διάθεση, πεθαίνω στα γέλια ή μου γυρίζει το μάτι (αυτό που γυαλίζει). Ε, τα θηλυκά καταλαβαίνετε… Πιο «μάχιμα» από όλους… «Γιατί αυτή και όχι εγώ…» και όλα αυτά τα υπέροχα και τόσο εποικοδομητικά… Μύλος!!!

Ειλικρινά, αν αρχίσω να περιγράφω ιστορίες δε θα τελειώσω ποτέ… Άσε που ότι και να πω, αν δεν το ζήσεις, δεν το καταλαβαίνεις… Σε πρόσφατη επίσκεψη, ένας συνάδελφος από Αθήνα έμπαινε κάθε λίγο στο γραφείο μου με ανοιχτό το στόμα, διότι νόμιζε ότι είχε εικόνα από αυτά που του είχα πει, αλλά η πραγματικότητα τον ξεπέρασε…

Η πραγματικότητα στην οποία, ευτυχώς, αντιστέκομαι σθεναρά και με χαμόγελο (όχι πάντα, αλλά ως επί το πλείστον)… Η πραγματικότητα που, δυστυχώς, συνειδητοποιείς ότι έχει περισσότερα κοινά στοιχεία, ανεξαρτήτως χώρας, από αυτά που ήθελες να πιστεύεις, διότι ομολογουμένως τι Ελληνίδα, τι Ισπανίδα, τι Μαροκινή, η γυναίκα «μέσος όρος» παραμένει δέσμια των προσδοκιών της μάνας και της γιαγιάς της, τουλάχιστον γύρω από τη Μεσόγειο.

Γι’ αυτό λοιπόν κορίτσια, ξυπνήστε και αποδεχτείτε αυτό που είστε χωρίς ρηχά «δήθεν» και φιοριτούρες!!! Όποια κι αν είναι η επιλογή σας, όποια κι αν είναι τα θέλω σας, ότι κι αν είναι αυτό που σας κάνει ευτυχισμένες, είτε λέγεται καριέρα, είτε λέγεται οικογένεια, είτε ο συνδυασμός και των δύο (κάποιες τα καταφέρνουν μια χαρά), υποστηρίξτε το με ειλικρίνεια και ζήλο. Διώξτε τους φόβους σας και διατηρήστε την αξιοπρέπειά σας… Η κατινιά δεν είναι «όπλο» ενάντια στην ευαισθησία, ούτε η υποτιθέμενη «ευαισθησία» δικαιολογεί την κατινιά (με έπιασε το μεταφεμινιστικό μου, το ξέρω, αλλά μπούκωσα, συγχωράτε με!!!). Η ευαισθησία έχει πολλές υπέροχες προεκτάσεις, συγκεντρωθείτε!!!

Άλλωστε, τη Γυναίκα (με «γ» κεφαλαίο) πολύ αγάπησαν, την «κατίνα» ουδείς*!!!




*εξαιρούνται οι Κατίνες με «κ» κεφαλαίο, τις οποίες πολύ συμπαθώ… 
 

 
 
................................................................................................................
 

Τρίτη 7 Μαΐου 2013

ΑΓΑΠΗ Χ 3 (ΚΑΙ ΒΑΛΕ...) : ΛΑΜΠΡΙΝΗ


Το 1980-81 γνώρισα στο Παλ. Φάληρο της «εξ αγχιστείας» μάνα μου… Γιόρταζε προχθές (Πάσχα) η Λαμπρινή που χαϊδευτικά τη φωνάζαμε Μπιμπή και ήταν από τους πιο λαμπερούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει (όνομα και πράγμα). Μετακόμισε με τον άντρα της, τον αγαπημένο γλυκό Δήμο, στον ίδιο όροφο με εμάς λίγους μήνες αφού είχαμε αρχίσει να νιώθουμε «σπίτι μας» κι έμελλε να γίνουν η οικογένεια μας…

Καμιά 10αριά χρόνια μικρότερη από τους γονείς μου, Νο1 Εμπορική Αντιπρόσωπος γνωστής εταιρείας καλσόν και εσωρούχων, η Μπιμπή ήταν ο ορισμός του πληθωρικού ανθρώπου μέσα – έξω. Ψηλή και πάντα με περιττά κιλά (παρά τα κιλά της, πολλές θα ζήλευαν τους λεπτούς αστραγάλους της), έντονα χαρακτηριστικά και ένα τεράστιο χαμόγελο, ήταν από αυτές τις σούπερ γυναίκες που τα καταφέρνουν σε όλα τέλεια!!! Πρώτη επαγγελματίας, αμίμητη οικοδέσποινα, αεικίνητη και ακούραστη… Μοναδικό πλάσμα!!! Η Μπιμπή στα 30-35 της είχε ταξιδέψει στα πιο υπέροχα μέρη (με τις ώρες με άφηνε να χαζεύω τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες της) και είχε ακόμη έντονη δίψα για επόμενα ταξίδια και ακόμη πιο έντονες εμπειρίες… Ήταν «περιβόλι», όπως λέει για αυτούς τους ανθρώπους η Ρ.

Ήταν απίστευτο το πόσο συχνά έκανε καλέσματα και πάρτι, με την οποιαδήποτε αφορμή. Δε νομίζω ότι έχω γνωρίσει άλλον άνθρωπο με τόση ενέργεια και διάθεση για διασκέδαση με καλούς φίλους – με τόσους καλούς φίλους. Διότι η Μπιμπή και ο Δήμος ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί και είχαν έναν τρομερό κύκλο από άτομα κάθε λογής και ηλικίας…

Η αμοιβαία αδυναμία της μιας στην άλλη νομίζω ότι εκδηλώθηκε σχεδόν ακαριαία – σαν κεραυνοβόλος έρωτας. Εγώ θαμπώθηκα από αυτό το υπερκινητικό πλάσμα που εξέπεμπε αγάπη (μάλλον γιατί «ταυτίστηκα») κι εκείνη είδε στο πρόσωπό μου την πιτσιρίκα που θα ήθελε για κόρη της (μάλλον γιατί επίσης ταυτίστηκε). Η μητέρα μου δέθηκε πολύ γρήγορα με την Μπιμπή, όπως και ο Γιωργούλης, και ακριβώς επειδή την αγάπησε, της άρεσε ιδιαίτερα που είχαμε αυτή τη σχέση. Νομίζω ότι από τα 5-6 μου και για καμιά 10αριά χρόνια ζούσα σε δύο σπίτια και ο διάδρομος του ορόφου μας ήταν μέρος τους, αφού πηγαινοερχόμουν με τις πυτζάμες, για να μην πω με το βρακί (!!!).

Πηγαίναμε παντού μαζί (ή μάλλον με πήγαινε). Από παραστάσεις χορού μέχρι αγώνες μπάσκετ και από «ταξίδι» στην Κηφισιά για παγωτό στα Igloo (το πρώτο και μοναδικό που είχε ανοίξει) μέχρι παιδικά πάρτι… Ήμουν η προέκτασή της και ήταν η «δεύτερη μάνα» μου.

Πανέξυπνη με μοναδικό χιούμορ και ταλέντο στον αυτοσαρκασμό, έδινε πάντα συμβουλές που δεν έμοιαζαν κήρυγμα, με έναν τρόπο ανάλαφρο και την ίδια στιγμή ουσιαστικό… Εκείνη μου έφερνε πάντα στα γεννέθλιά μου το καινούργιο μαγιό της σεζόν, με φώναζε να της κάνω παρέα όταν έκανε τις ετοιμασίες για τα πάρτι της (πάντα έφτιαχνε τις αγαπημένες μου κρέπες με ζαμπόν και μπεσαμέλ), μου έκανε τις πρώτες κουβέντες για γκομενιλίκια (είμαι σίγουρη ότι αυτό ήταν σε συνεννόηση με την Πιτσούλα), με άφηνε με τις ώρες να χορεύω στο σαλόνι της και μετά μου ζητούσε να της δείξω τη «χορογραφία»… ενώ ο Δήμος έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες για να καθίσω κάτω έστω 5 λεπτά (θυμάμαι μια φορά, ένα από τα συνήθη βράδια που αράζαμε και οι πέντε σπίτι τους για να δούμε τηλεόραση - νομίζω τότε συγκεκριμένα «Τα Πουλιά Πεθαίνουν Τραγουδώντας» - μου έβαλε στοίχημα ότι δεν μπορούσα να κάτσω 10 λεπτά ακίνητη, το οποίο, φυσικά, έχασα).

Τόσο διαρκής αλλά και ουσιαστική ήταν η σχέση μας που είχα πλέον αποκτήσει επίκτητα χαρακτηριστικά της και αυτοί που δε μας ήξεραν με περνούσαν για παιδί της. Δεν αλλάζω την Πιτσούλα μου με τίποτα, αλλά αν υπήρχε θέση πρώτης επιλαχούσας, την είχα δώσει στην Μπιμπή χωρίς δεύτερη σκέψη. Χωρίς καθόλου σκέψη!!!

Για μια 5ετία περάσαμε την περίοδο «Αγάπη Χ 5», διότι, όπως μάλλον έχει ήδη διαφανεί, αναπτύχθηκε μια δυνατή φιλία μεταξύ των δύο ζευγαριών (με εμένα στη μέση) και οι δύο οικογένειες γίναμε μια. Μαζί στα ταβερνάκια μέρα παρά μέρα  για φαγητό το βράδυ (αν όχι κάθε μέρα), μαζί στις εκδρομές (όταν το επέτρεπαν οι ρυθμοί του πατέρα μου), μαζί στις βεγγέρες το καλοκαίρι, μαζί καλωσορίσαμε την έγχρωμη τηλεόραση (αν δεν ήταν η Μπιμπή, εμείς μπορεί να είχαμε ασπρόμαυρη ακόμη και σήμερα), μαζί πανηγυρίσαμε το Ευρωμπάσκετ του ’87 (τότε είχαμε ήδη γίνει «Αγάπη Χ 6» αφού είχε μπει στη ζωή μας η Ουρανία – δεύτερο όνομα και πράγμα, αφού επρόκειτο για «θεόσταλτο» πλάσμα ακόμη και για μένα, που πιστή δε με λες…).

Η Μπιμπή και ο Δήμος απέκτησαν την κόρη τους όταν εγώ ήμουν 10 ετών και ο κύκλος φροντίδας και αγάπης διευρύνθηκε. Η μητέρα μου μάθαινε στη νέα μάνα τα κόλπα κι εγώ ένιωθα σαν να είχα αποκτήσει το αδερφάκι που για χρόνια ονειρευόμουν… Απίστευτη χαρά και ενθουσιασμός… Άλλη μια δυνατή εμπειρία για μένα που έβλεπα στην πράξη ότι η αγάπη δε γεννιέται αλλά γίνεται, αρκεί να το θέλεις πολύ και να είσαι συνειδητοποιημένος. Όπως της έλεγε κάθε βράδυ που την έβαζε για ύπνο, από ημερών, η Μπιμπή δεν έφερε στον κόσμο την Ουρανία από την «κοιλίτσα» της, αλλά από την «καρδούλα» της. Την πρώτη φορά που το άκουσα, μαγεύτηκα… Ήξερα τα περί υιοθεσίας - άλλωστε ήμουν εξοικειωμένη με την έννοια παρά το νεαρό της ηλικίας μου - αλλά δεν είχα ακούσει καλύτερη περιγραφή, ούτε γνώριζα κάποιον τόσο έτοιμο να το μοιραστεί εξαρχής…

Η Jojoba (χαϊδευτικό που της έβγαλε η Πιτσούλα, εμπνευσμένη από μια διαφήμιση) έγινε το κέντρο του μικρόκοσμού μας. Η μάνα μου την έκανε μπάνιο κάθε βράδυ και όταν «ξεπετάχτηκε» λίγο εγώ της έδινα το γάλα της πριν κοιμηθεί, ενώ είχα οικειοθελώς αναλάβει και χρέη «τσεκαδόρου», διότι η τεχνολογία δεν είχε ακόμη θέσει στη διάθεσή μας αυτά τα ματζαφλάρια τύπου walkie talkie για να ακούς αν αναπνέει το μωρό σου εξ αποστάσεως (μεγάλη εφεύρεσις)... Όπως ήταν αυτονόητο, προστέθηκαν και τα παιδικά πάρτι στο ετήσιο πρόγραμμα!!! Μετά από τόσα χρόνια, έχω μείνει με την αίσθηση πως κάθε 15 μέρες όλο και κάποια γιορτή γινόταν στης Μπιμπής, ενώ για μένα «κάθε μέρα ήταν γιορτή», μέχρι που άρχισα να κάνω και τα δικά μου πάρτι / συγκεντρώσεις, όχι με την ίδια συχνότητα, αλλά σίγουρα με την ίδια και περισσότερη ένταση…

Μια χρονιά, πήγαινα πρώτη ή δευτέρα γυμνασίου, είχα καλέσει 4-5 φίλες μου για να αράξουμε χαλαρά, να τα πούμε, να δούμε βίντεο κλιπ στο νεοφερμένο τότε MTV, να τσιμπήσουμε τίποτα κλπ. Μέσα σε λιγότερο από μια ώρα, χοροπηδούσαμε στον αέρα, τραγουδούσαμε, σχεδόν με στριγκλιές, και γελάγαμε τόσο δυνατά που στην πολυκατοικία νόμιζαν ότι είχα καλέσει 50 άτομα… Όταν ο Δήμος χτύπησε την πόρτα για να φωνάξει τον Γιωργούλη να δουν αγώνα «από ’κει», έμεινε άναυδος που αντίκρισε μόνο μια χούφτα πιτσιρίκες… Αχ, ρε Bon Jovi εκτεθήκαμε!!!   

Γύρω στο ’90, οι φίλοι μας, στο πλαίσιο «εξασφάλισης» της κόρης τους και ακολουθώντας την τάση της εποχής λόγω ευνοϊκών συνθηκών, πήραν την απόφαση να αγοράσουν σπίτι κι επειδή το Παλ. Φάληρο ήταν αρκετά ακριβό, μετακόμισαν στα «ανερχόμενα» Μελίσσια. Ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μία χαρά που τόσο αγαπημένα πρόσωπα πραγματοποιούσαν ένα ακόμη όνειρο κι από την άλλη βαθειά στενοχώρια που χάναμε μέρος της οικογένειάς μας… Νομίζω ότι αυτή η απώλεια ήταν από τις μεγαλύτερες που είχα βιώσει μέχρι τότε, διότι ναι μεν μας χώριζαν μερικά μόνο χιλιόμετρα, αλλά για κάποιον στην ηλικία μου που δεν οδηγούσε, η απόσταση έμοιαζε πολύ μεγαλύτερη… Φυσικά και δεν χαθήκαμε. Φυσικά και με την πρώτη ευκαιρία πηγαινοερχόμασταν Παλ. Φάληρο – Μελίσσια στο χαλαρό, αλλά η κοινή μας καθημερινότητα ανήκε στο παρελθόν…

Κάποια χρόνια μετά συνειδητοποίησα, με βίαιο τρόπο, ότι αυτό αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε, ακόμη κι αν συνεχίζαμε να μένουμε στον ίδιο όροφο… Εγώ μεγάλωνα και την «έκανα» σιγά-σιγά, οι υποχρεώσεις αυξάνονταν ή απλώς φαίνονταν πιο «βαριές» οπότε, κατά συνέπεια, τα πηγαινέλα μειώθηκαν, η Jojoba άρχισε σχολείο και η Μπιμπή δούλευε πιο πολύ από ποτέ, διότι ο χώρος της περνούσε «κρίση» (ανάθεμα αυτές τις κρίσεις!!!). Παρόλα αυτά, η τηλεφωνική επικοινωνία ήταν σχεδόν καθημερινή και η αγάπη, αγάπη!!!

Τα Χριστούγεννα του 1994 γύρισα μετά από τους πρώτους 3 μήνες στην Αγγλία για να μάθω ότι η Μπιμπή είναι σοβαρά άρρωστη, να τσακωθώ άσχημα με την Πιτσούλα που δε μου είχε πει τίποτε στο τηλέφωνο (πόσο κακή συνήθεια να σε «προστατεύουν» ερήμην σου λες και είσαι ανήλικο) και να κατέβω την επόμενη μέρα σαν τρελή τις σκάλες για να τη συναντήσω στην είσοδο του σπιτιού (είχαμε μετακομίσει πριν ένα χρόνο) για να ανεβούμε τον ένα όροφο μαζί, αργά, διότι δεν υπήρχε ασανσέρ και το ότι είχε έρθει να με δει ήταν από μόνο του υπέρβαση (και υπερβολή)… «Μόνο για σένα, ρε άτιμη…» μου είχε πει κι εγώ την κοιτούσα σαν αποχαυνωμένη και από μέσα μου καταριόμουν θεούς και δαίμονες που πήραν την ενέργεια από αυτό το κορμί και άφησαν τη λαχτάρα στα σπιρτόζικα μάτια να υποφέρει… Υπέροχο βράδυ… Γλυκό, όπως πάντα κοντά της, και με γέλια παρά τον πόνο… Έτσι τα ξόρκιζε αυτά!!!

Αυτή ήταν η τελευταία φορά που ειδωθήκαμε, διότι παρά τις αυστηρές υποδείξεις / οδηγίες των γιατρών, η Μπιμπή αρνήθηκε να σταματήσει να «ζει» για να ζήσει…

Όσο άντεχε συνέχιζε να κάνει ότι και πριν, από πείσμα, από άρνηση, από έλλειψη επιλογών… Δεν έχει σημασία… Σημασία έχει ότι οι τελευταίες της στιγμές / εικόνες ήταν σε μια αγαπημένη της παραλία, ενώ έπρεπε πλέον να τις βλέπει μόνο σε καρτ ποστάλ.

Δε θα περιγράψω πως ένιωσα… Δεν περιγράφεται…

Η Πιτσούλα ήταν για χρόνια «θυμωμένη» μαζί της που «πήγε γυρεύοντας», ο Γιωργούλης έχασε τη μικρή του αδελφή (μα πόσο έμοιαζαν σε κάποια πράγματα) και το κενό έμεινε κενό, ακόμη και μετά από περίπου 20 χρόνια…

Όταν αντέχουμε να το συζητήσουμε, ή όταν η σκέψη μου γυρνάει εκεί, επαναλαμβάνω πάντα σαν mantra (δε γράφω «μάντρα» για προφανείς λόγους) ότι ήταν σαν να το ήξερε και να το περίμενε όλη της τη ζωή. Για αυτό ζούσε τόσο έντονα την κάθε στιγμή και δεν άφηνε λεπτό να πάει χαμένο… Μας γέμισε αναμνήσεις για δυο ζωές και θέλω να πιστεύω ότι έφυγε ικανοποιημένη που δεν άφησε πολλά πράγματα για «αύριο»… Ακόμη και για το πλάσμα της, τα είχε φροντίσει όλα – ότι σημαίνει αυτό το «όλα» χωρίς την παρουσία της…  
 

 
.....................................................................................................................