Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΙΝΩ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΩ...


1980: Παιδίατρος!!! Αγαπώ πολύ τα παιδιά (ως μοναχοπαίδι ή απλώς "just because"), οπότε τι καλύτερο;;; Δάσκαλος άλλωστε δε μου πάει με τίποτα!!!

1985: Χορεύτρια και Παιδίατρος… Εκτός από τα παιδιά, αγαπώ και το χορό… Πολύ!!! Όταν δεν κοιμάμαι και δεν είμαι στο σχολείο, απλά δε σταμάταω...

1990: Παιδίατρος;;; Με τέτοια απόδοση και δυνατότητες, γιατί όχι;;; Μπορείς!!! (Θέλεις;;;)

1992: Χμμμ… Δικηγόρος ή κάτι σε Τουριστικά Επαγγέλματα ή Παιδίατρος (αφού το λέω από 5 ετών, κάτι θα σημαίνει… πέραν της μεγάλης μου αγάπης για τα παιδιά…). Μια έκφραση μεταξύ απορίας και ανησυχίας στο πρόσωπο του Γ.

1993 (Αρχές): Σίγουρα όχι Παιδίατρος, αλλά ούτε και Δικηγόρος… Τα Τουριστικά έχουν γίνει «μόδα», οπότε ούτε αυτό… Ας σπουδάσω κάτι πιο «φευγάτο» και βλέπουμε!!!

1993 (Τέλη): Θα σπουδάσω Πολιτικές Επιστήμες με Ευρωπαϊκή κατεύθυνση… δεν υπάρχει (ακόμη) στην Ελλάδα, οπότε θα έχει «γκραν σουξέ»… άσε που θα ψαχτώ για Βρυξέλλες- Επιτροπή, Συμβούλιο και τα συναφή… Θα κάνω κι ένα μεταπτυχιακό στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Ποιός με πιάνει!!! Γουστάρω τρελά την ιδέα της "Ενωμένης" Ευρώπης (τρομάρα μου - δικαιολογήστε μου το νεαρό της ηλικίας) χωρίς σύνορα (δις τρομάρα μου), ανοιχτή σε όλες τις προοπτικές (στις τρεις καίγεσαι - τρομάρα σου)!!!

1994: Βαλίτσες για Αγγλία… Μεγάλο «σχολείο» γενικώς!!!

1998: Βαλίτσες και βόρεια για μεταπτυχιακό… Μακράν η καλύτερη χρονιά στην Αγγλία!!!

1999: Αίτηση για «stage» στις Βρυξέλλες (δις)… Τζίφος (δις)… Απότομη προσγείωση!!! Ρε, κι εκεί πρέπει να έχεις άκρες; Εγώ που νόμιζα ότι μόνο στο Ελλάντα απουσιάζει η αξιοκρατία!!!

1999 (Οκτώβριος): Επιστροφή στο Ελλάντα…  Αρχίζει το «ψάξιμο» μαζί με την «προσαρμογή» στην οικογενειακή εστία… Το internet είναι το βασικό μου «εργαλείο». Όπου υπάρχει ο όρος «Ευρωπαϊκός» ή «Διεθνής» στέλνω βιογραφικό… Παράλληλα, υποβάλλω τα χαρτιά μου για «αναγνώριση» από το ΔΙΚΑΤΣΑ ( ΜΑ ΠΟΣΟ ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ!!!).

2000: Ήδη 5-6 μήνες ψάξιμο. Αποστολή πάνω από 50-60 βιογραφικών (ταχυδρομικώς)… 5 αρνητικές απαντήσεις από Υπουργεία (ΝΑΙ, έστειλα ΠΑΝΤΟΥ) και 5 απαντήσεις για «stage» αλά Ελληνικά – δηλ. «Έλα χωρίς μισθό να σε εκπαιδεύσουμε και βλέπουμε…». Τελικά, προκύπτει μια ενδιαφέρουσα πρόταση (χωρίς μισθό βέβαια)… Δέχομαι, φυσικά!!! Ξεκινάω…

2000 (Μάιος): Τηλεφώνημα για συνέντευξη από ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ!!! Έψαχναν να βρούνε «ποιανού είμαι» γι’ αυτό δεν είχαν καλέσει νωρίτερα… Πηγαίνω για να δουν τον «εξωγήινο» που έστειλε βιογραφικό ταχυδρομικώς σε Γεν. Γραμματεία Υπουργείου… Το σύμπαν συνωμοτεί και δέχομαι πρόταση για δουλειά, με μισθό!!! Ξέρω, είναι δύσκολο να το πιστέψετε και μάλλον οι περισσότεροι δε θα το πιστέψετε (όπως και το 90% των φίλων και συγγενών), αλλά όντως με προσέλαβαν χωρίς να έχω κανένα «βύσμα» ή «δόντι» ή «άκρη» !!! Ρε είδες το Ελλάντα;;; Μήπως το είχα παρεξηγήσει;;; Μπα, ο τύπος ήταν μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις και δε μάσησε να αφήσει έξω τους «συστημένους» για να μου δώσει μια ευκαιρία… και δεν είμαι ξανθιά ούτε κατά διάνοια!!!

2001 (Οκτώβριος) : Η «ομάδα» (πλέον) είναι ευχαριστημένη μαζί μου και μου προτείνει μια νέα θέση στο νέο Υπουργείο που θα αναλάβει… Φουλ Ελληνική Προεδρία της Ε.Ε.!!! Μοναδική εμπειρία… αν και απίστευτο ξεζούμισμα… Ευτυχώς, είχα την τύχη να γνωρίσω 5-6 εξαιρετικούς ανθρώπους – το υπόλοιπο περιβάλλον, ήταν επιεικώς απαράδεκτο… Οι φόβοι μου για το Δημόσιο επιβεβαιώνονται…

2004: Αλλαγή Κυβέρνησης… Έχω «χαρακτηριστεί», οπότε αν και κάποιοι «μόνιμοι» θα ήθελαν να με κρατήσουν με το νέο σχήμα, δεν μπορούν διότι αυτές οι θέσεις είναι «πολιτικές»… Προκύπτει πρόταση για την Εμπορική Τράπεζα. Με γνωρίζουν πλέον οι «κύκλοι» (στους οποίους δεν ανήκα ποτέ στην πραγματικότητα) και με φέρνουν σε επαφή…

2004-2006: Η Μαύρη Εποχή. Καταλαβαίνω γιατί αποκαλούν τις Τράπεζες «Ιδρύματα». Όλα τα συμπλεγματικά άτομα μαζεμένα, με απειροελάχιστες εξαιρέσεις… Ήδη μετά τους 3 πρώτους μήνες αρχίζω να ψάχνω για κάτι άλλο… ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ!!! Εντός, εκτός, παντού!!!

2006 (Μάιος): Φίλος και μέντορας, επί εποχής «Υπουργείου», μου αναφέρει ότι μεγάλη Ελληνική πολυεθνική ψάχνει κόσμο για την εμπορική της επέκταση στο εξωτερικό. Με ρωτάει αν με ενδιαφέρει ώστε να τους δώσει το βιογραφικό μου (εκείνον κάλεσαν, αλλά είχε άλλα σχέδια - και καλά έκανε) και η απάντηση χωρίς δεύτερη σκέψη είναι «ΝΑΙ»!

2007 (Αρχές): Μέσα σε 6 μήνες περνάω από τις «Πωλήσεις» στη «Διαχείριση Έργων» χωρίς να το καταλάβω... Εγκατάσταση στη Μαδρίτη, επίσης χωρίς να το καταλάβω… Ενδιαφέρουσα εμπειρία… Μου άρεσε πολύ η Μαδρίτη (από το 1997 που πήγα για ένα χρόνο στο πλαίσιο των σπουδών μου), αλλά εκείνη την περίοδο πράγματι την ερωτεύτηκα…

2009 (Τέλη): 3 χρόνια μετά, ήρθε η στιγμή να αναχωρήσω από τη Μαδρίτη, χωρίς σαφές πλάνο… κι ενώ οι κούτες με τα πράγματά μου είναι ακόμη καθοδόν για Αθήνα, προκύπτει το Μαρόκο!!! Τι;;; Πώς;;; Πού;;;

2010 (Αρχές): Η συμμετοχή μου στο «έργο» θα είναι για 6 μήνες (δηλ. για τουλάχιστον 9-10) – όσο διαρκεί το «στήσιμο»… Τρελή δουλειά. Τρελή κατάσταση. Τρελή ομάδα. Σούπερ!!!

2010 (Οκτώβριος): Πρόταση να αναλάβω τη διεύθυνση της νεοσυσταθείσας εταιρείας. Χμμμ… Ενδιαφέρον… Πολλή πίεση, αλλά και πολύ καλή εμπειρία… Σκέψου το μέλλον!!! Μη σκέφτεσαι το οικονομικό… Θα φτιάξει κι αυτό μόλις «δείξεις έργο»!!! Άλλωστε δεν είναι το μόνο που μετράει… (Τί ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω;;;)

2013 (Απρίλιος): Ακόμη πιο πολλή πίεση. Σχεδόν καθόλου κοινωνική ζωή. Τα χρήματα όχι μόνο δεν έχουν αυξηθεί, αλλά είναι και λιγότερα (η «κρίση» βλέπεις!!!) κι εγώ αναρωτιέμαι πού θέλω να βρίσκομαι τα επόμενα χρόνια (για την ακρίβεια, τους επόμενους μήνες, αλλά ας είμαστε «ρεαλισταί – τί κι αν υπήρξαμε ερασταί», που λέει και το λαϊκό άσμα!!!).

Έχω πλήρη συνείδηση ότι δεν είναι εδώ η ζωή που θέλω να ζήσω και κάνω ασκήσεις θάρρους και ψυχραιμίας στον εαυτό μου για να μην παρασυρθώ από το «συναίσθημα», αλλά, όπως πάντα, να επικρατήσει η λογική… Δε θα αναφερθώ καν στο γαμημένο το φιλότιμο γιατί θα με πείτε γραφική και με το δίκιο σας!!!

Μια από αυτές τις μέρες, θα ξυπνήσω και θα είμαι εγώ πρώτη στη λίστα με τις εκκρεμότητες και θα επαναπροσδιορίσω τί θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω...

Μέχρι να έρθει εκείνη η μέρα, αρκούμαι απλώς στο να ξυπνάω…

Δεν ανησυχώ…
«Τ’ αγριογούρουνο αντέχει» (Πολύ!! Αρκεί να μην «καεί» εν τω μεταξύ)!!!

[Ξέρω!!! Το άσμα λέει «αγριολούλουδο», αλλά αυτή είναι διασκευή εξ Αγγλίας…
Αμέσως να με κράξετε!!!]
 
ΑΝΤΕ ΒΡΕ, ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ & ΚΑΛΑ ΚΡΑΣΙΑ!!!

 
 
Υ.Γ.1 Αυτή η ερώτηση (τίτλος) πρέπει να απαγορευτεί δια ροπάλου. ΤΕΛΟΣ!!!
Υ.Γ.2 Μην φανταστείτε ότι ξύπνησα με τη σκέψη να μοιραστώ, έστω και με αυτό τον αλλόκοτο τρόπο, το βιογραφικό μου. Αφορμή υπήρξε πρωινή "κουβέντα" με πολύ αγαπημένο φίλο που "χτύπησε φλέβα" (η κουβέντα, όχι ο φίλος)...
Υ.Γ.3 I will make the rest of my life, the best of my life... άλλο πρωινό "καμπανάκι"... Πάμε όλοι μαζί!!!
 
 
.........................................................

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

ΑΓΑΠΗ Χ 3 (ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ)


Όταν ήμουν πλέον 4-5 ετών (για να επανέλθω στο 1980), ο Γιώργος είχε πάρει την απόφασή του. Η Πίτσα είχε δηλώσει τη σύμφωνη γνώμη της και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στο Παλαιό Φάληρο («κυριλέ» νότιο προάστιο, που παρά τα όσα του έχω καταλογίσει κατά καιρούς, δεν παύει να είναι το μέρος όπου μεγάλωσα και που αγαπώ πολύ – άλλωστε η περιοχή είναι εξαιρετική και, πέραν των νεόπλουτων, είχα την τύχη να γνωρίσω πολλούς ανθρώπους που θα «έγραφαν» μέσα μου για πάντα, με πρώτες και καλύτερες τις κολλητές  / αδελφές μου που είναι σαν την ΙΟΝ Αμυγδάλου, «πρώτες μου αγάπες και παντοτινές»). Το καινούργιο μας «σπίτι» είναι κατά 20τ.μ. μεγαλύτερο από το «Παγκράτι», όσο χρειάζεται δηλαδή για να έχω δικό μου δωμάτιο με ολοκαίνουργια έπιπλα (ενθουσιασμός)!!!

Μακριά από οτιδήποτε οικείο και χωρίς να έχω πλήρη επίγνωση του επαγγέλματος του πατέρα μου ως τότε, εκτός του ότι πήγαινε «στο γραφείο» κάθε πρωί (απ’ όπου με έπαιρνε κάποιες φορές τηλέφωνο και με έβαζε να απαγγέλω ποιήματα στους συναδέλφους του – είμαστε μεγάλα νούμερα οικογενειακώς, το είπαμε), έμαθα, χωρίς να κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στο παιδικό μου μυαλό, ότι από εδώ και στο εξής έχουμε δικό μας «φούρνο» – όχι ηλεκτρικό, κουζίνας, αλλά από αυτούς που τότε καίγανε μαζούτ…

Ναι, ο Γιωργούλης είχε αποφασίσει στα 40 του χρόνια να γίνει φούρναρης, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα!!! Η ειρωνεία της επιλογής είναι μεγαλύτερη αν σκεφτεί κανείς ότι ο πατέρας μου δεν τρώει ούτε τηγανιτές πατάτες με τα χέρια (αντικείμενο ανελέητου πειράγματος από εμένα και τη μάνα μου), διότι θέλει πάντα να τα «νιώθει» καθαρά… Άραγε πόσο είχε σιχτιρίσει με το υπαλληλίκι που το άντεξε κι αυτό μέσα σε όλα τα άλλα!!!

Ο Γιώργος έχασε 15 κιλά μέσα σε 3 μήνες, ξύπναγε στις 2-3 το πρωί και κοιμόταν στις 10 το βράδυ, προσέλαβε έναν έμπειρο αρτεργάτη που έπαιξε και το ρόλο του «δασκάλου» του και σε 2-3 χρόνια είχε στήσει πλέον ένα καλό μαγαζί, με αυξανόμενη πελατεία… Η Πίτσα, σε αντίστοιχους ρυθμούς, ξύπναγε στις 5 για να μαγειρέψει (έπρεπε να τρώνε κιόλας, κι αν όχι οι ίδιοι, «το παιδί»!!!) και από τις 7-7:30 αναλάμβανε «υπηρεσία»… Όχι επειδή είναι γονείς μου, αλλά η τιμιότητά τους (για την οποία πολλές φορές αυτοσαρκάζονται, λέγοντας πως είναι οι «μαλάκες» της σημερινής εποχής κι έκαναν ένα παιδί ίδιο… που είναι γεγονός), η ευγένεια, η σοβαρότητα και το αυθεντικό τους χαμόγελο, τους έκαναν ιδιαίτερα αγαπητούς στη γειτονιά, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.

Ευτυχώς, πρόλαβε η γλυκιά γιαγιά μου, εκείνη που μου μάθαινε τα ποιήματα που απήγγειλα από το τηλέφωνο και ήθελε ο γιός της να φοράει γραβάτα (ειρωνείας συνέχεια, ο Γιωργούλης σιχαίνεται τις γραβάτες), να δει ότι αυτή η απρόσμενη επιλογή του, τελικά, μάλλον ήταν «για καλό». Τόση επίγνωση της νοοτροπίας, στην οποία πήγε κόντρα, είχε ο πατέρας μου, που είχε ανακοινώσει την απόφασή του στην οικογένειά του στο χωριό, αφού πλέον είχε «κλείσει» το μαγαζί και δεν υπήρχε δρόμος προς τα πίσω… Κόντρα στο «κατεστημένο» της ανατροφής του – μεγάλη υπόθεση!.. Το σοκ και δέος που λέγαμε…

Η γιαγιά πέθανε ήσυχα, με ένα χαμόγελο όπως τη θυμάμαι πάντα, Πρωταπριλιά του 1983 (μοιάζει, σαν χτες, που νομίζαμε ότι μας έκαναν κακόγουστο αστείο όταν μας τηλεφώνησαν για να μας ενημερώσουν) και μόνο τώρα, που γράφω αυτές τις γραμμές, συνειδητοποιώ ότι έχουν περάσει ακριβώς 30 χρόνια... Αυτό κι αν είναι ΣΟΚ!!!

Φούρναρης λοιπόν ο απόφοιτος της Παντείου… Φουρνάρισσα η δημόσιος υπάλληλος… Κόρη «αρτοποιού» εγώ! Μέχρι να τελειώσω το δημοτικό αυτό απαντούσα όταν με ρωτούσαν τι δουλειά κάνει ο πατέρας μου… Πόσο γελάω όταν το θυμάμαι, ειδικά την έκφραση των συμμαθητών μου, που δεν είχαν ιδέα τι σημαίνει «αρτοποιός», αλλά μόνο κάποιοι είχαν τολμήσει να ζητήσουν διευκρινίσεις… Στα 12-13 άρχισε να πήζει ο εγκέφαλός μου, πέταξα το σχετικό κόμπλεξ και γέλαγα δυνατά όταν μου έκαναν το «αστείο» της εποχής «Ζαχαροπλάστης είναι ο μπαμπάς σου;;;»… Φούρναρης ρε και με μουστάκι!!!

Τα πρώτα 7-8 χρόνια, ο φούρνος αποτελούσε για μένα σημείο αναφοράς… Περνούσα για ένα «γεια» το πρωί, περνούσα για ένα άλλο «γεια» το μεσημέρι πριν πάω σπίτι, άλλες φορές καθόμουν και λίγο, πολλές φορές έπαιρνα γλειφιτζούρια, γαριδάκια και άλλες αηδίες και τις μοίραζα στους φίλους μου ή σε όποιο παιδάκι συμπαθούσα («Αγάπη μου θα το ρίξουμε έξω το μαγαζί… Χαλαρά με τα κεράσματα!!!» μου έλεγαν οι γονείς μου, αλλά που να καταλάβω εγώ τι εννοούσαν – αφού ήταν στο μαγαζί μας, ήταν τσάμπα!!!)…

Μεγάλωνα μαζί με το μαγαζί, χωρίς συνεχή επίβλεψη, γεγονός που με έκανε να νοιώθω «μεγάλη» (και σίγουρη σαν την Interamerican)… Η μάνα μου κάποια στιγμή στα 15 μου, μου εκμυστηρεύτηκε ότι αισθανόταν η πιο κακιά μάνα του κόσμου, διότι μεγάλωσα «με τον αυτόματο»… Πού να ήξερε πόσο υπέροχη δουλειά είχε κάνει και πόσο καλό μου έκανε αυτή η πρώιμη ανεξαρτησία. «Ποιότητα ρε μάνα», ποιότητα στην επικοινωνία και την επαφή χρειάζεται και όχι «ποσότητα», της έλεγα πάντα και ελπίζω να έχει πειστεί πια…

Αλήθεια, δεν το λέω για παρηγοριά, ούτε ως δικαιολογία. Το εννοώ!!! Νομίζω ότι οι ατελείωτες συζητήσεις που έχω κάνει με τον Γιωργούλη σε στιγμές χαλαρότητας, είναι ότι καλύτερο μου έχει προσφέρει (και δεν έχει προσφέρει λίγα, γενικώς), μαζί με το διάβασμα των τίτλων της εφημερίδας, όταν ήμουν 3-4 ετών και ξάπλωνα δίπλα του το μεσημέρι για «να διαβάσουμε, μέχρι να μαζέψει η μαμά τα πιάτα»… Η «μαμά», που ο ελληνικός καφές κάποια απογεύματα μαζί της στην κουζίνα θα αποτελεί πάντα την προσωπική μας «ιεροτελεστία»… ΟΚ, μην φανταστείτε ότι είμαστε η τέλεια οικογένεια των τηλεοπτικών σήριαλ, φυσικά και έχουν πέσει ηρωικοί καυγάδες όλα αυτά τα χρόνια - ευτυχώς, όμως, δεν πέσαμε θύματα τους εμείς - οπότε για εμένα, όντως, είμαστε τέλειοι, όπως και να’ χει…

Δεν έτρεχε τίποτα που σε άλλα πολλά ήταν απόντες, δε με πείραξε ποτέ… Αντιθέτως, μου άρεσε που μου είχαν εμπιστοσύνη κι ας ήταν για εκείνους αναγκαίο κακό. Άλλωστε μου φαινόταν πολύ γελοία (όπως και στους ίδιους τους γονείς μου) η συμπεριφορά κάποιων full-time μαμάδων που το μόνο που κατάφερναν ήταν να σπάνε τα νεύρα των παιδιών τους, αλλά και των υπολοίπων… Τί έγινε που δεν έρχονταν στο σχολείο να ρωτήσουν για την «πρόοδο» μου και να παραλάβουν τον έλεγχο; Τί έγινε που δεν μπορούσαν να παρευρεθούν σε σχολικές γιορτές και λοιπές εκδηλώσεις; Τί θα γινόταν αν ήταν περισσότερο «κοντά μου» με την αυστηρά κυριολεκτική έννοια της λέξης; Τίποτα.

Τα «Σιαμαία» ήταν και είναι πάντα τόσο παρόντες στα σημαντικά και αυτό είναι που μετράει τελικά, αυτό είναι το μόνο που μετράει!!!

………………………

Ήμουν τυχερή, πολύ τυχερή… Είχα αγάπη, φροντίδα και έλεγχο (εκτός από προδέρμ). Διότι το ότι ήμουν αρκετά πιο ανεξάρτητη από άλλα παιδιά της ηλικίας μου δε σήμαινε ότι έκανα κι ότι ήθελα… Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα – σε όλα υπήρχε μέτρο. Μοναχοκόρη μεν, «δε θα την κάνουμε κωλόπαιδο» δε… Αυτή ήταν η κοινή γραμμή πλεύσης, σε συνδυασμό με την τακτική του καλού - κακού μπάτσου (εναλλάξ) και του «μια στο καρφί και μια στο πέταλο».

Σε αυτό το πλαίσιο, όταν έφτασα σε ηλικία που μπορούσα να φτάνω τα ψηλά ράφια του «πάγκου» και να δίνω ρέστα, άρχισα να βοηθάω στο μαγαζί κάθε Σάββατο… αργότερα να το «κρατάω» μόνη μου τα καλοκαιρινά απογεύματα και, όταν άρχισα να οδηγώ, έκανα και διανομές – ήταν πια αρχές του ’90, οπότε το «επάγγελμα» είχε απελευθερωθεί και οι φούρνοι προμήθευαν τη «νέα τάξη πραγμάτων» που ήταν τα πρατήρια (αν και γνωστός αθυρόστομος ο Γιωργούλης, τα μπινελίκια που έχει ρίξει στον Α. Ανδριανόπουλο, τότε Υπουργό Ανάπτυξης, δε νομίζω ότι τον έχω ακούσει να τα ρίχνει ποτέ ξανά σε κανέναν).

Όλα αυτά όταν οι συνομήλικοί μου έκαναν 3 μήνες διακοπές το καλοκαίρι και ατελείωτες βόλτες Χριστούγεννα και Πάσχα, εποχές που για το μαγαζί ήταν «κόλαση»… Απίστευτη δουλειά, ατελείωτες ώρες, ασύλληπτη κούραση… Η λέξη «ρεβεγιόν» μας ήταν άγνωστη, αφού τελειώναμε τη δουλειά στις 10 το βράδυ (ο πατέρας μου έκλεινε 24ώρο όρθιος), και γι’ αυτό, μέχρι και σήμερα, το «εορταστικό» τραπέζι γίνεται μεσημέρι Χριστουγέννων και ανήμερα Πρωτοχρονιάς (η δύναμη της συνήθειας). Ομολογώ ότι, αν και συχνά αναπολώ με γλύκα εκείνη την εποχή, τότε ένιωθα πολύ «αδικημένη» σε σχέση με τις φίλες μου και ευχόμουν να είχε παραμείνει ο πατέρας μου υπάλληλος, ώστε να μη χρειάζεται βοήθεια και να μην ταλαιπωρείται έτσι (ούτε αυτός, ούτε εγώ…). Κούνια που με κούναγε!!!

«Αν δεν ήταν ο φούρνος, δεσποινίς, πολλά πράγματα θα ήταν αλλιώς και όχι με την καλή έννοια...» (φώναζε το υποσυνείδητο), διότι για πάνω από 20 χρόνια (τα μισά από αυτά «ρόδινα») «αυτός σε ζούσε»… Σωστό, σωστότατο!!! Μόνο που στην εφηβεία θεωρείς τόσα πράγματα δεδομένα και τόσα άλλα δικαίωμά σου, που είναι δύσκολο να σκεφτείς με αυτό τον τρόπο. Λίγα χρόνια μετά, τα βλέπεις όλα από άλλο πρίσμα, εκτιμάς αυτό που σου προσφέρεται απλόχερα και χαίρεσαι ενδόμυχα που συμμετείχες ενεργά στην προσπάθεια των ανθρώπων που «ζουν και αγωνίζονται για σένα». Προς αποφυγή του μελό, οφείλω να πω ότι οι λέξεις φέρουν την κυριολεκτική τους έννοια και με το παραπάνω… ΖΩΗ & ΑΓΩΝΑΣ => ΑΓΩΝΑΣ ΖΩΗΣ… χωρίς καμία διάθεση υπερβολής, αυτό ήταν…

 

Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

ΑΓΑΠΗ Χ 3 (ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ & ΚΑΤΙ...)


Την εποχή που ο Γιώργος απομακρυνόταν αργά και σταθερά από το χωριό του, την αγροτική ζωή και, κυρίως, τις βαθειά ριζωμένες πεποιθήσεις της επαρχίας, η Πίτσα (από το Καλλιόπη) που ενίοτε άκουγε και στο Πόπη, Καλή, Κάλλη και όποιο άλλο υποκοριστικό του υποκοριστικού, με κορυφαίο το «Πιτσί» (για την πολύ κλειστή οικογένεια), μεγάλωνε μεταξύ Αθήνας και Περάματος, στην αυστηρή οικογένεια ενός χτίστη, κι αργότερα μικρο-εργολάβου, από την Ανάφη, ο οποίος  βρέθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό (βεβαίως βεβαίως) κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αφήνοντας γυναίκα και δύο παιδιά (το Πιτσί νεογέννητο), για να επανέλθει στις οικοδομές αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου και να φέρει στον κόσμο ένα ακόμη κορίτσι… Παιδί «σάντουιτς» η Πίτσα, από τα πλέον συνεπή στο ρόλο που τους προσδίδουν οι «ειδικοί», μέχρι και σήμερα στα 70φεύγα της…

Παρά τη φτώχεια τους, οι γονείς της Πίτσας ήθελαν «τα καλύτερα» για τα παιδιά τους (κυρίως για τα κορίτσια τους, διότι ο πρωτότοκος είχε δείξει από νωρίς τον άστατο χαρακτήρα του, οπότε είχαν πάρει απόφαση ότι «δεν τον κάνουν καλά»), δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στην εκπαίδευσή τους, στέλνοντάς τα σε ιδιωτικό σχολείο, κάτι που κανένας στο «περιβάλλον» τους δεν επεδίωκε, αλλά ούτε καν σκεφτόταν, εκείνη την εποχή.

«Μπορεί να μην είχαμε να φάμε, αλλά εγώ έκανα το κουμάντο μου από τα λεφτά που έφερνε ο παππούς σου για το σχολείο της μαμάς σου και αργότερα της θείας σου – μη φανταστείς κανένα ποσόν! Ήμασταν νοικοκυραίοι και τα καταφέρναμε και με τα λίγα…» μου έλεγε η σούπερ γιαγιά μου στις εξομολογήσεις της και συνέχιζε… «Τι ήμανε μωρέ;;; Μια σταλιά παιδί ήμανε και κράταγα ολόκληρο σπίτι μοναχή μου… και σιγά-σιγά με τη βοήθεια της μάνας σου… δεν μπορώ να πω, αυτό μου το παιδί ήταν πολύ προκομμένο από μικρό… Ήμανε όμως σκληρή μάνα και ο παππούς σου αυστηρός. Ήταν η εποχή βλέπεις…» Μέσα από τις ιστορίες της γιαγιάς μου και κάποιες παλιές φωτογραφίες, έχω πολλές φορές φανταστεί το σπίτι τους και τη μάνα μου παιδί,  με ένα τεράστιο φιόγκο στα μαλλιά, να την παραλαμβάνει το σχολικό από την «παράγκα» τους στο Πέραμα, εκεί όπου έζησαν τα χρόνια που το «Παγκράτι» ήταν σε «ανακατασκευή» - Έργο Ζωής.

Ένα όμορφο, σοβαρό, «μετρημένο» κορίτσι, αρκετά «κλειστό» και ολίγον σνομπ… Αν ακούσεις την Πιτσούλα να περιγράφει τον εαυτό της, επαληθεύεται το πρόσφατο «πείραμα» γνωστής εταιρείας καλλυντικών, που παρουσιάζει πολύ εύστοχα πόσο διαφορετικά βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας σε σχέση με το πώς μας βλέπουν οι άλλοι… Το πείραμα έδειξε πόσο πιο αυστηρές είναι οι γυναίκες με την εμφάνισή τους, και γενικότερα με τον εαυτό τους, σε αντίθεση με το πόσο πιο «όμορφες» τις βλέπουν οι τρίτοι…

Έτσι και η μάνα μου.

Το γεγονός ότι δεν ταίριαζε με το «πρότυπο ομορφιάς» της εποχής της, που ήθελε τις γυναίκες με μεγάλη λεκάνη, πλούσιο στήθος και ίσια μαλλιά, αλλά ήταν πιο «δυτικών προδιαγραφών» (σπαστά, μάλλον ατίθασα, μαλλιά, μικρό στήθος και στενή λεκάνη – η Πιτσούλα θα είχε μεγάλο σουξέ στα ‘90s), σε συνδυασμό με τον καταπιεσμένο ερωτισμό της, λόγω ανατροφής και χαρακτήρα, την έκαναν να νιώθει λιγότερο «θηλυκό»…  Σε αυτό φαίνεται να συνέβαλε το ότι έκανε πάντα πολύ καλή παρέα με τα αγόρια, τα οποία τη σέβονταν και την αντιμετώπιζαν σαν «φιλαράκι» και όχι σαν εν δυνάμει «φιλενάδα» (ή, τέλος πάντων, αυτά λέει, αυτά σας λέω… διότι έχω σοβαρές αμφιβολίες).

Η Πίτσα τελειώνει το Γυμνάσιο και προσλαμβάνεται στο Επιτελείο, με άλλα λόγια «τακτοποιείται στο Δημόσιο» - γεγονός αρκετά αξιοσημείωτο εκείνη την εποχή. Όπως έπαιζε μικρή με τα αγόρια της γειτονιάς, έτσι βρίσκεται για άλλη μια φορά σε καθαρά ανδροκρατούμενο περιβάλλον, οπότε «στα νερά» της. Δεν έμαθα ποτέ και δε νομίζω ότι θα μάθω για τις σχέσεις της μάνας μου με το άλλο φύλο, πέραν των φιλικών… Σαν η ερωτική της ζωή να ξεκίνησε όταν γνώρισε τον πατέρα μου (κάποια στιγμή στην εφηβεία, την είχα στριμώξει να μου πει για καμιά «περιπετειούλα», αλλά το απέφυγε με το φλεγματικό χιούμορ της, πετώντας μου ένα «δεν υπήρχε άλλος πριν από τον μπαμπά σου» (το είδα το μειδίαμα, αλλά έκανα τη χαζή) και «είχα άλλες βλέψεις εγώ… δεν έριχνα τα μούτρα μου για τον πάσα έναν…». Δεν ήταν μόνο αυτό ρε Πιτσούλα! Ήταν που περίμενες να γνωρίσεις το άλλο κομμάτι του πάζλ, αυτό που φαινομενικά δε σου μοιάζει καθόλου, αλλά συμπληρώνει με ακρίβεια τα κενά για να ολοκληρωθεί η εικόνα… Η κοινή σας εικόνα…

Η Πίτσα γνώρισε το Γιώργο και ο Γιώργος την Πίτσα γύρω στο ‘71-72, στο πλαίσιο κοινής παρέας, και σε λιγότερο από ένα χρόνο παντρεύτηκαν. Μεγάλα παιδιά πια και οι δύο (είναι συνομήλικοι) ήξεραν τι ήθελαν και όταν το βρήκαν, δεν χρειάστηκε να το σκεφτούν πολύ… Ήταν «κατασταλαγμένοι» λένε με ένα στόμα, μια φωνή.

«Επαναστάτες» ή «άτυχοι» (ανάλογα πώς το βλέπεις), είχαν καβατζάρει τα 30 και δεν είχαν ακόμη κάνει οικογένεια, πράγμα που αποτελούσε, ειδικά για τις γυναίκες, «σκάνδαλο» στην Ελλάδα του '60 - '70… Περίεργο, ως εκ τούτου, ότι οι παππούδες μου δεν ασκούσαν πιέσεις στη «μεγάλη», παρόλο που η αδερφή της (5 χρόνια μικρότερη) είχε ήδη μια κόρη και πήγαινε για τη δεύτερη… Πολύ avant garde λέμε!!! [ή απλώς δεν τολμούσαν να της μιλήσουν, γιατί είχε πάντα - και έχει - τον τρόπο της να βάζει όρια, ακόμη και στον αυστηρό πατέρα της και στη «Στρατηγό» Μαργαρώ … Νο 1 «όπλο» της η «Θεραπεία της Σιωπής» (“The Silence Treatment” που λένε και στα εγγλέζικα, το οποίο τσακίζει νεύρα)…]

Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο διαμέρισμα – προίκα της Πίτσας και ξεκίνησε την κοινή του ζωή και την «ουσιαστική» γνωριμία του… Αν και από τα λεγόμενα, κυρίως της μάνας μου, είχαν αρκετές διαφορές και αντιθέσεις μεταξύ τους, αυτό που πάντα τους ένωνε, και τους ενώνει μέχρι σήμερα, πέρα από τη μεγάλη και ανιδιοτελή αγάπη του ενός για τον άλλο, ήταν ο σεβασμός και οι αμοιβαίες υποχωρήσεις, σε συνδυασμό με μεγάλες δόσεις λογικής κι ευαισθησίας (σε σύγχρονη Ελληνική βερσιόν)… Πάντα μου φαινόταν εντυπωσιακό πώς γίνεται και οι δύο να είναι «τέρατα λογικής» με αστείρευτη δύναμη ψυχής και μεγάλη καρδιά… Μαζί και ο καθένας χωριστά, εκτός του ότι με «κατέστρεψαν» (με έκαναν ίδια και απαράλλακτη σε Μοντέλο ΄90s για να υποφέρω), θα αποτελούσαν παράδειγμα «προς αποφυγήν» στον «Οδηγό Επιβίωσης στη Σύγχρονη Εποχή», Νεοελληνικές Εκδόσεις… αν υπήρχε).

Μετά από δυόμισι χρόνια γάμου και μια αποτυχημένη προσπάθεια, ο Γιώργος και η Πίτσα απέκτησαν μια κόρη (oui, cest moi!!!) και έγιναν, επιτέλους, «οικογένεια». Πάντα είχα ένσταση στον ορισμό της οικογένειας ως «άντρας-γυναίκα-παιδί», διότι θεωρώ ότι μπορεί κάλλιστα οικογένεια σου να είναι απλά ο άνθρωπος που αγαπάς, με ή χωρίς παιδί, εντός ή εκτός γάμου, άλλου ή ιδίου φύλου κλπ. - έχω και ζωντανά παραδείγματα, αλλά αυτή είναι μια άλλη κουβέντα. Στην ιστορία μας, οικογένεια σήμαινε «παιδί»!!! Άρα, ο ερχομός μου «ολοκλήρωσε» την εικόνα κι εγώ έγινα το κέντρο του κόσμου στα μάτια των γονιών μου…

[Στα δικά μου μάτια, όμως, αυτό που μοιράζονται αυτοί οι δύο άνθρωποι μεταξύ τους είναι πέρα και πάνω από εμένα. Σε δύσκολες στιγμές στο πρόσφατο παρελθόν, όταν προέκυψαν διαδοχικά προβλήματα υγείας και στους δύο, ένιωσα το «χάσιμο» στο βλέμμα αυτού που αγωνιούσε, τον πόνο και τον φόβο της απώλειας του άλλου… Περίεργο, αλλά, από τη μια, με τρόμαξε πολύ και, από την άλλη, μου άφησε ένα υπέροχο συναίσθημα, αυτή η αμοιβαία αφοσίωση του ενός στον άλλο… Τότε τους αποκάλεσα για πρώτη φορά «Σιαμαία»…]

Ο πατέρας μου θεώρησε πολύ θετικό οιωνό που η κόρη του γεννήθηκε το 1975, μετά την πτώση της Χούντας, στο ξεκίνημα των «μεγάλων αλλαγών» (γι’ αυτό τώρα του κοστίζει πολύ που η γενιά της καλείται να ζήσει μια κρίση για την οποία δεν την προετοίμασε κανείς). Ποιός να του έλεγε τότε ότι θα ζούσαμε μια φούσκα που θα μας έσκαγε στα μούτρα αργά ή γρήγορα… Δε βαριέσαι, εκείνος τότε το χάρηκε κι ας μην έκανε αγόρι, όπως επεβάλλετο, ούτε δίδυμα, όπως είχε πει ο γιατρός (η καζούρα που του έκαναν οι «ξύπνιοι» συγγενείς, για το φύλο, δεν τον άγγιζε πια – είχε αφήσει πίσω του, προ πολλού, πολλές από τις επαρχιώτικες αντιλήψεις, με τις οποίες μεγάλωσε, κι έμελλε να αφήσει κι άλλες, εν καιρώ)…

Το ζεύγος αγόρασε αυτοκίνητο, από τις «αποταμιεύσεις» της Πιτσούλας, η οποία είχε χρηστεί «οικονομικός διαχειριστής» της οικογένειας (έκαστος στο είδος του), διότι οι μετακινήσεις ήταν δύσκολες πλέον με ένα μωρό. Παράλληλα, άρχισαν να κάνουν σχέδια για το άμεσο μέλλον, αφού στο 2άρι στο Παγκράτι δεν υπήρχε χώρος ούτε για παιδικό δωμάτιο, ούτε για τα όνειρά τους…

Μην φανταστείτε τίποτε «όνειρα θερινής νυκτός», αλλά από αυτά τα άλλα, τα «ρεαλιστικά», που σε κρατάνε σε εγρήγορση και δίνουν νόημα και χρώμα στη ζωή…

…………………………

Η δική μου ζωή άρχισε σε ένα σπίτι που συνδύαζε μοναδικά τις ιδιωτικές στιγμές μιας πυρηνικής οικογένειας με τη στήριξη και την ενισχυμένη φροντίδα ενός εκτεταμένου οικογενειακού σχήματος, σε χαλαρή μορφή… Με λίγα λόγια, υπήρχε αγάπη χωρίς τον παραδοσιακό παρεμβατικό της χαρακτήρα. Μπορεί να μέναμε πάνω-κάτω με παππούδες και θείους, αλλά ο καθένας είχε το δικό του σπιτικό, το οποίο για εμάς τα παιδιά, φυσικά και έμοιαζε ένα, αλλά για τους ενήλικες υπήρχαν σαφή όρια…

Από εκείνο το ιδιαίτερο «κοινόβιο» θα θυμάμαι πάντα τα πρωινά που η γιαγιά μας τάιζε το καθημερινό αυγό (τότε δεν είχε ακόμη χαρακτηριστεί «επικίνδυνο» από τους παιδίατρους), βάζοντας μας και τις τρεις στη σειρά, κατά ηλικία, και δίνοντας μας διαδοχικά μπουκιές με το ίδιο κουτάλι (πόση αγωνία είχα επειδή νόμιζα ότι όντας τελευταία θα έτρωγα λιγότερο!).

Θυμάμαι τις φορές που όταν μια από τις τρεις κολλούσε κάποια παιδική αρρώστια, μας έβαζαν να κοιμηθούμε όλες μαζί για να κολλήσουμε και οι άλλες δύο και να «ξεμπερδεύουμε»… Τα μεσημέρια που περιμέναμε με αγωνία να γυρίσει ο πατέρας μου από τη δουλειά επειδή, κάθε μέρα, μας έφερνε ένα μικρό δωράκι (οι «Σπιρτούληδες» - κουκλάκια μέσα σε σπιρτόκουτο, για όποιον δεν γνωρίζει – ήταν το αγαπημένο μας, μέχρι που παραπονεθήκαμε ότι άρχισαν να επαναλαμβάνονται τα ίδια, οπότε ο «Αρβανίτης», έκοψε την καθημερινή συνήθεια μαχαίρι!!!). Τις απίστευτες τηγανιτές πατάτες της θείας μου, σχεδόν σε καθημερινή βάση… Τα παιχνίδια μας στην ταράτσα… Τις προσταγές της γιαγιάς «άνοιξε – μάσα – κατάπιε» για να φάω 3 μπουκιές φαί (τους έβγαζα την Παναγία, είναι γεγονός).

Τα Πάσχα στη Σαλαμίνα, όπου το σπίτι του παππού άνοιγε για όλους κι εμείς μαλώναμε ποιος θα σουβλίσει περισσότερη ώρα το αρνί (!!!) - αγαπημένη οικογενειακή παράδοση που, δυστυχώς, κόπηκε το 1986, μαζί με το νήμα της ζωής του παππού μου (είναι καταπληκτικό το πόσο έντονη ήταν η παρουσία του στη ζωή μου – στη ζωή όλων μας – που αν και «συνυπήρξαμε» μόνο 10 χρόνια, αυτά ήταν τόσο γεμάτα που μοιάζουν σαν μια ολόκληρη ζωή – ζωή με γεύση παγωτό καϊμάκι που ήταν η κοινή μας λατρεία)…  

Πολλά στιγμιότυπα, αμέτρητες εικόνες… Αναμνήσεις ανακατεμένες με περιγραφές τόσο ζωντανές που τις οικειοποιείσαι με τα χρόνια και δεν μπορείς πια να ξεχωρίσεις αυτά που όντως θυμάσαι από αυτά που νομίζεις ότι θυμάσαι, μέσα από λιγοστές φωτογραφίες και τις αμέτρητες διηγήσεις των μεγαλύτερων… Διηγήσεις με άρωμα γιασεμί…

Όπως και να έχει, ήταν υπέροχη η εισαγωγή μου στον κόσμο και την κρατάω μέσα μου με απίστευτη γλύκα, όπως τη μυρωδιά της γιαγιάς μου, στην οποία έχω χρόνια εξάρτηση και, ακόμη και σήμερα, «ολόκληρη γυναίκα», χώνω τη μύτη μου στο λαιμό της, εκεί κάτω από το αυτί, και τη μυρίζω με μανία (πόσο αστείο είναι που τώρα πια, στα 93 της, αισθάνεται αμήχανα και μου λέει να σταματήσω, ενώ την ίδια στιγμή χαμογελάει με κρυφή ικανοποίηση και τα μάτια της λάμπουν από χαρά…).

 

……………………………………………………...............

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

ΑΓΑΠΗ Χ 3 (ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ)


Το Σαββατοκύριακο που πέρασε, με βρήκαν πολλές ώρες βυθισμένη: (α) στον καναπέ, (β) σε σκέψεις, (γ) στο παρελθόν… Όχι δεν είναι ερώτηση πολλαπλών απαντήσεων, διότι πολύ απλά ισχύουν όλα τα παραπάνω… Η καθήλωση στον καναπέ (τον γκρι σε σχήμα «Γ») φέρνει τις σκέψεις και οι σκέψεις, συχνά, οδηγούν στο παρελθόν… Αυτή τη φορά σε ένα παρελθόν πολύ μακριά από το εξωτικό Μαρόκο… σε ένα παρελθόν που καλά-καλά δε μου «ανήκει», τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος του… Αφορμή είναι δύο πρόσωπα και πολλή αγάπη… «Αγάπη επί 3» που λέει κι ο αγαπημένος μου «Λουκουμάς» και σίγουρα θα χαρεί πολύ που δανείστηκα τον τίτλο…

Θα κάνω λοιπόν ένα διάλειμμα από το σήριαλ ala marocain και θα σας πάρω μαζί μου πίσω στο 1980 και ακόμη παλαιότερα… Η συγκεκριμένη «ιστορία» είναι, και έχω την αίσθηση ότι θα παραμείνει, «έργω εν εξελίξει», του οποίου αδυνατώ αυτή τη στιγμή να προσδιορίσω το μέγεθος και την τελική μορφή. Μπορεί να αποτελέσει ένα σύντομο πέρασμα από την «καρδιά» ή μπορεί να μην τελειώσει ποτέ… Μπορεί να γραφτεί «σερί» ή μπορεί να διακοπεί, από τα επεισόδια «Μαροκινής Τρέλας» που μοιράζομαι μαζί σας, για να συνεχίσει… Μπορεί να αποδειχτεί πολύ «προσωπική» διαδρομή για να συνεχίσει ως ανάρτηση σε ένα blog (χωρίς παρεξήγηση)… Μπορεί να είναι τελικά «εκτός θέματος», θα δείξει…

...………………………………………………………………………

1980. Η Ελλάδα παλεύει με τα φαντάσματά της (όπως πάντα) αλλά, σε πείσμα της μαύρης ιστορίας της, επικρατεί ένα αισιόδοξο κλίμα όπου κυριαρχεί η πίστη στο «ελεύθερο» και «δημοκρατικό» αύριο και μια έντονη προσμονή για τις καλύτερες μέρες που έρχονται… Τα ζιβάγκο απενοχοποιούνται, οι εφημερίδες δεν τυλίγονται πλέον «προς τα μέσα», οι συζητήσεις, πολιτικές στην πλειοψηφία τους, δεν γίνονται ψιθυριστά (το ακριβώς αντίθετο μάλιστα, αν κρίνω από τον πατέρα μου και τους φίλους του) και ο ήλιος (του ΠΑΣΟΚ) καίει…

Είμαι μόνο 5 χρονών, οπότε ο «κόσμος» μου περιορίζεται στα 55τ.μ. του διαμερίσματός μας στο Παγκράτι (στη «Γούβα» για να είμαι ακριβής) και στους πάνω και κάτω ορόφους, όπου μένουν η αδελφή της μάνας μου (και μεγάλη μου αδυναμία) με την οικογένειά της και η γιαγιά με τον παππού μου, αντίστοιχα. Οι δυο μου ξαδέρφες είναι οι καλύτερές μου φίλες και οι πρώτοι μου «μέντορες», αφού έχουμε 13 μήνες διαφορά η μια από την άλλη, με μικρότερη εμένα…

Ως μοναχοπαίδι, η δίψα μου για παρέα και επικοινωνία (σε συνδυασμό με τον κοινωνικό, αεικίνητο και τολμηρό χαρακτήρα μου) με κάνει «ευάλωτη» στις επιθυμίες της τριάδας (καμία σχέση με την αγία) και τρομερά «ευπροσάρμοστη» εις το όνομα της συντροφιάς (ότι μαλακία μας έρχεται στο μυαλό, εγώ πρώτη και καλύτερη)… Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων, τα έφερα πάνω μου για χρόνια και μάλλον κατάφερα να τα «αποτινάξω» (ή απλώς έτσι νομίζω) ή να τα χαλιναγωγήσω, με τον καιρό… Δε βαριέσαι, αγάπα τον εαυτό σου με τα ελαττώματά του. Ξέρω τι σας λέω… Πιστέψτε με!!!

«Σχολείο» πηγαίνω από 2,5 ετών, διότι οι γονείς μου εργάζονται και η γιαγιά που με «ξεπέταξε» (με την καλή έννοια, αφού μεγάλωσα μαζί της από 40 ημερών μέχρι… σήμερα) βρίσκεται μεταξύ Αθήνας και Σαλαμίνας (το «ησυχαστήριο» του παππού μου, που ποτέ δεν της πολυάρεσε, αλλά που ως σύζυγος της εποχής της, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς), οπότε κάπου πρέπει να περνάω τα πρωινά μου. Μου αρέσει στο «σχολείο». Έχει πολλά παιδιά, μεγάλη αυλή και φως, πολύ φως… Έχω την αίσθηση ότι εκείνα τα χρόνια της ζωής μου ήταν πλημμυρισμένα από φως… Όπως θα έλεγαν και οι «ειδικοί», μάλλον κάτι καλό σημαίνει αυτό για την παιδική μου ηλικία (!!!) ή μάλλον φταίει η πολλή έκθεση στον καλοκαιρινό ήλιο (και του ΠΑΣΟΚ), παρά τις υποδείξεις για το αντίθετο…

Ο πατέρας μου είναι υπάλληλος σε μια από τις εταιρείες μεγάλου επιχειρηματία της εποχής (που μέσα από τα λεγόμενα του - του πατέρα μου, όχι του επιχειρηματία - μάλλον πολύ «μικρός» ήταν ως άνθρωπος) και η μητέρα μου ανήκει στο πολιτικό προσωπικό του Επιτελείου Πολεμικού Ναυτικού (στις λίγες επισκέψεις μου στο «Πεντάγωνο», τα θυμάμαι όλα τεράστια, από τους διαδρόμους μέχρι τους ανθρώπους – μαρτυρίες της μάνας μου χρόνια μετά ήθελαν τους περισσότερους «ανθρωπάκια», το οποίο έμελλε να επιβεβαιώσω η ίδια 20κάτι χρόνια αργότερα, διότι μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ, τέλος!!!). Μια κανονικότατη μικροαστική οικογένεια δηλαδή, όπως οι περισσότερες της εποχής…

Εκείνη, όμως, η χρονιά έμελλε να αλλάξει το ρουν της ιστορίας του Γιωργούλη και της Πιτσούλας και, κατά συνέπεια, της δικής μου...

[Ναι, ξέρω, δε συνηθίζεται το «Γιωργούλης», πόσο δε για έναν τύπο σαν τον πατέρα μου, έτσι όμως αλληλοαποκαλούνται με την «Πιτσούλα» – τη μάνα μου, σωστά το μαντέψατε – άρα, μην το ψάχνετε, είμαστε νούμερα του καμπαρέ!!! Τα εν λόγω «υποκοριστικά», είναι πια τόσο καθιερωμένα που και οι φίλοι μου τα βρίσκουν χαριτωμένα, αλλά τις πρώτες φορές που τα άκουσαν, μάλλον κράτησαν τα γέλια τους με το ζόρι ή απλώς ζορίστηκαν…]

Ο Γιωργούλης, λοιπόν, έχοντας κάνει υπομονή για κάμποσα χρόνια, περιμένοντας την πολυπόθητη προαγωγή ως αναγνώριση της συνέπειας στα καθήκοντά του και της αφοσίωσης του στον Όμιλο, είχε φτάσει στα όριά του και μετά την τελευταία ανακοίνωση μη εκπλήρωσης «του ονείρου» υπέβαλε την παραίτηση του!!! ΣΟΚ & ΔΕΟΣ. Δεν αφήνεις τη δουλειά σου (που άλλοι θα έκαναν πως και τι για να αποκτήσουν) με γυναίκα και παιδί!!! Οι οικογένειες και των δύο μούδιασαν λίγο, αλλά κράτησαν την ψυχραιμία τους…

Η μόνη που δεν αναστατώθηκε, διότι, φυσικά, ήξερε, ήταν η Πιτσούλα, η οποία είχε επίσης αποφασίσει να φύγει από τη δουλειά της, εκμεταλλευόμενη το δικαίωμα των δημοσίων υπαλλήλων (γένους θηλυκού) να μπορούν να βγουν σε πρόωρη, μειωμένη, σύνταξη, εφόσον έχουν κλείσει 15ετία και έχουν ανήλικο τέκνο. Έτσι αντιλαμβανόταν τότε το Ελληνικό κράτος την ενίσχυση του θεσμού της οικογένειας (ο φεμινισμός μας μάρανε) και με αυτό τον τρόπο «συνέβαλε» και η δική μου οικογένεια, επί χρόνια, στα σημερινά χάλια (μήπως να βγω να ζητήσω δημόσια συγγνώμη;;;). Δεύτερο Σοκ και Δέος. Δεν αφήνεις έτσι απλά τη σιγουριά του δημοσίου, τα ωράρια και τις λοιπές διευκολύνσεις, με ένα παιδί!!!

Απηυδισμένος με το «κεφάλαιο», την εκμετάλλευση και την έλλειψη αξιοκρατίας (τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου)  ο Γιώργος αποφάσισε, αφού εξασφάλισε την υποστήριξη - ηθική και πρακτική - της γυναίκας του, να βρει ένα ελεύθερο επάγγελμα, στο οποίο δε θα έδινε λογαριασμό σε κανέναν και το οποίο θα του επέτρεπε να νιώθει ανεξάρτητος και ελεύθερος (όπως και το επάγγελμα-στόχος), μέσα στα ρεαλιστικά πλαίσια της «ελευθερίας» που επιτρέπεται σε έναν βιοπαλαιστή… Διότι ο Γιώργος ότι είχε καταφέρει (και θα κατάφερνε) το είχε καταφέρει μόνος του, όπως οι περισσότεροι της γενιάς του. Έτσι και τώρα, θα γινόταν «σκλάβος» του ελεύθερου επαγγέλματός του για να παρέχει στις γυναίκες της ζωής του ευχέρεια επιλογών και στον εαυτό του την ικανοποίηση του «δε δουλεύω ξανά για κανέναν πούστη!!!» [με στόμφο αρβανίτικο]

Τρίτο και τελευταίο παιδί αγροτικής οικογένειας από ένα χωριό κοντά στη Θήβα, έχασε τον πατέρα του στα 17 (γεγονός που δε νομίζω ότι του «συγχώρεσε» ποτέ), αλλά παρέμεινε το «μανάρι» / καμάρι της μάνας του που θα έκανε ότι μπορούσε για τον δει να φοράει γραβάτα και να τον φωνάζουν «Κύριο» (αυτή ήταν η συμβουλή / εντολή που του είχαν δώσει γιατί, βλέπετε, οι άνθρωποι της γης ακούγανε – και ακούνε – στο «Μπάρμπας», σαν τον Μπάρμπα-Στάθη, και είχαν σκληρά χέρια, ενώ το «Κύριος» φάνταζε ως τίτλος τιμής και συμβόλιζε ανώτερο επίπεδο μόρφωσης, καλλιέργειας και, κατά συνέπεια, επαγγέλματος).

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Γιωργάκης (αργότερα θα γινόταν Γιωργούλης) «ξενιτεύτηκε» για να πάει Γυμνάσιο στη Θήβα, όπου ζούσε σε ένα δωμάτιο με τον αγαπημένο του ξάδελφο και περίμενε το λεωφορείο μια φορά την εβδομάδα για να παραλάβει το δέμα από τη μάνα του, ή ότι έφτανε από αυτό, αφού πολλές φορές οι απώλειες ήταν ιδιαίτερα σημαντικές κατά τη διαδρομή (δυστυχώς το ’55 δεν «έπαιζαν» ακόμη τα Tupperware), με αποτέλεσμα η εβδομάδα να έχει για soundtrack το γουργουρητό από παιδικά άδεια στομάχια… «Παιδιά ήμασταν μωρέ, δεν έτρεχε τίποτα… τη βγάζαμε και με ψωμί!!!» θα λέει γελώντας μετά από χρόνια, σε περιγραφές ενός «ωραιοποιημένου» παρελθόντος…

Τα αποτελέσματα των εισαγωγικών στο Πανεπιστήμιο βρήκαν το Γιώργο επιτυχόντα στην τότε Πάντειο Σχολή, στον κλάδο των Πολιτικών Επιστημών (κάποιοι από τους Κώδικες βρίσκονται ακόμη στη βιβλιοθήκη του πατρικού μου). Χαλάλι ο κόπος και η κούραση!!! Η χήρα-μάνα του καμάρωνε σαν το γύφτικο σκεπάρνι που το όνειρο του άντρα της πραγματοποιήθηκε, παρά τις αντίξοες συνθήκες, διότι ο Χαράλαμπος, αν και πέθανε νωρίς και ξαφνικά, είχε προλάβει να εμφυσήσει στον «μικρό» την αγάπη για τα «γράμματα», την οποία η κυρά του κληρονόμησε ως «χρέος» που όφειλε να φέρει εις πέρας…

Έτσι βρέθηκε ο Γιώργος στην Αθήνα. Να δουλεύει και να σπουδάζει ταυτόχρονα. Να αλλάζει σπίτια και φιλενάδες. Να γλεντάει με φίλους και να τρώει «μία από γιουβέτσι». Θυμάται εκείνα τα χρόνια με ανάμεικτα συναισθήματα και, ανάλογα με το ποσοστό αλκοόλ στο αίμα του, αναδεικνύει διαφορετικές στιγμές (ο Γιωργούλης μεθάει πολύ δύσκολα και συνήθως όταν οι άλλοι έχουν λιποθυμήσει ή έχουν ήδη ξενερώσει – εκείνες είναι οι μόνες φορές που κλαίει σαν παιδί όταν θυμάται τη δεκαετία του ’60, διότι οι νηφάλιες περιγραφές του, που είναι και οι περισσότερες, διαθέτουν τρελό χιούμορ και αυτοσαρκασμό – ναι, είμαι παιδί του και, πιστέψτε με, δεν το αποδεικνύει μόνο αυτό).

Παρά τη φτώχεια και την ταλαιπωρία, εκείνη η πρώτη δεκαετία της ζωής του πατέρα μου στην Αθήνα ήταν αυτή που τον έκανε να την ερωτευτεί. Οι ιστορίες που έχει να λέει και η διάθεση, με την οποία περιγράφει ακόμη και τα πιο δύσκολα, το επιβεβαιώνουν. Νομίζω ότι αν ήμουν άντρας θα είχα ακούσει και πιο «καυτά» σκηνικά, αλλά ακόμη κι ένας ανοιχτόμυαλος τύπος σαν το Γιώργο, κρατάει τα προσχήματα όταν πρόκειται για «το κοριτσάκι» του. Αχ, ρε Giorgio, αστέρι!!! (Giorgio τον φώναζα εγώ για χρόνια, αλλά επικράτησε το τρυφερό «Γιωργούλης» της μάνας μου με όλα τα συναισθήματα που αυτό εκφράζει, ακόμη και σε στιγμές αντιπαράθεσης… τότε γίνεται πιο τραγουδιστό «Έλα ρε Γιωργούληηη!!!» - αν πει «Γιώργο» τα πράγματα είναι όντως σοβαρά!!!)


……………………………………………….

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΝΟΙΑΣΟΥ ΚΑΙ... ΓΥΜΝΑΣΟΥ(!!!)


Ιανουάριος 2012. Παρά την αντίθεσή μου στη γνωστή συνήθεια στοχοθέτησης στις αρχές του χρόνου, το περίφημο «New Years Resolution” (πόσο υπέροχα ακούγεται ένα τίποτα), έβαλα τα δυνατά μου να εκπληρώσω έναν εκκρεμή στόχο 7ετίας, τουλάχιστον, (γεγονός, δεν υπερβάλλω) και να ξεκινήσω γυμναστήριο… Για να καταλάβετε το μέγεθος της εκκρεμότητας θα σας πω ότι για μένα το γυμναστήριο ήταν (και είναι) όπως η δίαιτα για τους περισσότερους, απλώς αντί για «Από Δευτέρα…» αναβάλλεται σε ρυθμό «Από τον άλλο μήνα…» και όταν πλέον φτάνει Μάιος, «Από του χρόνου…». Διότι μερικά πράγματα δεν γίνεται να τα ξεκινάς όποτε να’ ναι… Θέλει μέθοδο και οργάνωση το πράμα (πράμα κι αυτό, όπως καθετί ενοχλητικό που δεν του αξίζει το «γ» - μην τα ξαναλέμε)!!!

Σε επαλήθευση λοιπόν της θεωρίας «αν επιθυμείς κάτι πολύ, βρίσκεις το χρόνο (και τον τρόπο) να το πραγματοποιήσεις» και με δεδομένο ότι όντως ο χρόνος και, κυρίως, η ενέργειά μου ήταν ιδιαίτερα περιορισμένα τα τελευταία χρόνια - σε συνδυασμό με μια συνεχή μετακίνηση και αβεβαιότητα σχετικά με το που είμαι σήμερα, που θα βρεθώ αύριο και για πόσο - ήταν επόμενο το γυμναστήριο να καταλήγει συνεχώς «στον πάγο» και να παραμένει στη ζωή μου μόνο ως κουβέντα με τις κολλητές, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε… Το καλύτερο ήταν βέβαια ότι, όποτε μιλούσα γι’ αυτό, ξεχείλιζα από ενθουσιασμό, σαν να ήταν όντως κάτι που ήθελα πολύ και που θα άλλαζε τη ζωή μου. Κάτι σαν «μη με κρατάτε ρε παιδιά, αφήστε με!!!» (ενώ πηγαίνω προς τα πίσω σαν τον Χατζηχρήστο στις ταινίες)…

Ο Φεβρουάριος του ’12, όμως, έμελλε να είναι ο μήνας της μεγάλης απόφασης. Μετά από χρόνια «καθιστικής» ζωής, με μοναδική άσκηση τους χορούς στα μπαρ και στα ξενύχτια (πλάκα - πλάκα είχα εξαιρετική φυσική κατάσταση τότε κι ας ακούγεται τρελό), τους τελευταίους εκείνους μήνες είχα αρχίσει να αισθάνομαι εντελώς ντεφορμέ (τί να σου κάνει μάνα μου αυτό το σώμα, από καρέκλα σε καναπέ κι από καναπέ σε καρέκλα;;;). Επιπλέον, έπρεπε να βρω μια δραστηριότητα ώστε να σπάσω άμεσα τη ρουτίνα σπίτι-γραφείο-σπίτι (συνδυασμένα με καμιά έξοδο για φαγητό, όλο και πιο σπάνια). Μέσα σε όλο αυτό είχα σκεφτεί να βελτιώσω και τη διατροφή μου, προσθέτοντας «υγιεινές» πινελιές. Καλά, μην φανταστείτε καμιά επανάσταση, ούτε πως μεταλλάχτηκα σαν γιαπωνέζικο καρπούζι, απλώς είναι μην πάρω απόφαση να κάνω κάτι. Άμα το κάνω, είπαμε, το κάνω σωστά!!! Οπότε «πέταξα» μερικά πορτοκάλια και μήλα στο ψυγείο (και γαμώ τα ντεκόρ λέμε τώρα) και αμέσως αισθάνθηκα Πετρουλάκη και βάλε… (Φτύστε με, το αξίζω… μην ντρέπεστε!!!)

Έτσι λοιπόν, μετά από την, υποτιθέμενη, απαραίτητη αναζήτηση του «σωστού» χώρου, που να με εμπνέει, να με ξεσηκώνει και να αντιστέκεται στη φύσει (αλλά όχι θέσει) βαρεμάρα μου, υπερίσχυσε η ευκολία (τί άλλο;) και γράφτηκα στο γυμναστήριο της γειτονιάς μου (το πολύ 40-50 βήματα από το σπίτι μου – Νο1 κριτήριο). Μεγάλες στιγμές!!! Βέβαια, έκανα «συμβόλαιο» μόνο για 6 μήνες, διότι, όπως είπα παραπάνω, δεν ήμουν και σίγουρη που θα με έβρισκε ο Σεπτέμβρης (μια χαρά ήξερα, αλλά εθελοτυφλούσα – μην το κάνουμε ζήτημα όμως…), οπότε ήταν «ψυχολογικό» το θέμα (έχω γίνει εξπέρ στο αυτοπαραμύθιασμα, τέλος). Το κόστος του εγχειρήματος 6.000 dirham (δηλ. 545€) που δεν το λες και λίγο, πόσο δε για το εξωτικό Μαρόκο, όπου 1.000 dirham είναι μισός κατώτερος μισθός...

Τέλος πάντων… αφού την πήρες την απόφαση, σκάσε και τρέχα!!!

Σημαντική πληροφορία (σημειώσατε Χ): το γυμναστήριο της γειτονιάς είναι ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ!!! Όπως και τα περισσότερα στην πόλη (προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν εννοώ ότι τα γυμναστήρια είναι αποκλειστικότητα των γυναικών, που θα μπορούσε, αλλά ότι είναι μόνο για γυναίκες ή μόνο για άντρες), γεγονός που μου είχε φανεί εντελώς γελοίο όταν το άκουσα για πρώτη φορά, αλλά βλέπετε τί κάνει η «προσαρμογή» ala marocain και η βαρεμάρα;;; Στο δίλημμα «mix grill» με αέρα δυτικού κόσμου ή «περάστε-σκουπίστε-τελειώσατε» ανεξαρτήτως αέρα, διάλεξα το δεύτερο που ήταν πιο βολικό και απαιτούσε τη λιγότερη δυνατή προσπάθεια. Ποιός να μου το έλεγε αυτό το ’94 στο Έσσεξ που το θεώρησα προσβλητικό όταν με ρώτησαν αν ενδιαφερόμουν για εστία «θηλέων»… Μα ποιός διαλέγει στην εποχή μας (πριν 20 χρόνια) διαμέρισμα μόνο για κορίτσια; Εγώ, ποτέ!!!

Στο θέμα μας. Η επιχείρηση είναι σοβαρή, με τις coach / personal trainers / γυμνάστριες / «τι-θέλουν-πάλι-όλες-οι-κότες-και-μου-ζαλίζουν-τον-έρωτα» ειδικούς (αποκλειστικά θήλυ), οι οποίες καταγράφουν «το προφίλ σου» (και καλά), στην πρώτη σου επίσκεψη, ώστε να εντοπίσουν τις «ανάγκες» και τους «στόχους» σου και στη συνέχεια να παρακολουθούν την «πρόοδό» σου. Ευτυχώς που το κοριτσάκι που μου πήρε συνέντευξη ήταν συμπαθητικό, διότι μεταξύ των δικών της αραβο-γαλλικών και των δικών μου ζαβογαλλικών (με κάτι από εγγλέζικα που λέει κι η γιαγιά μου), υπό νορμάλ συνθήκες θα είχαμε απηυδήσει και οι δυο πριν καν αρχίσω την πολυπόθητη καριέρα μου στα ταπί-ρουλάν (μάλιστα, έτσι τον λένε τον διάδρομο εδώ… πολύ σικ, δε βρίσκετε;;; - βρε εδώ ακούγεται «κάπως» και η Χρυσή Αυγή στα Γαλλικά (!!!): «LAube Dorée» - «Λομπ Ντορέ» με «γρρρ» σου λέει, που όταν το άκουσα νόμιζα ότι μιλούσαμε για Γαλλικό Κινηματογράφο του ’60) Άσχετο. Στοπ. Συνεχίζω…

Μετά το φακέλωμα, ακολούθησε περιγραφή των προγραμμάτων. Εκεί έπεσε το πολύ γέλιο, καθώς τα περισσότερα ήταν με συντομογραφίες τύπου CAF, ΤΑF, ABC, AC/DC κλπ… Αφού καταφέραμε να συνεννοηθούμε κι αφού συνειδητοποίησα ότι όλα όσα με ενδιέφεραν ήταν σε ώρες απαγορευτικές για μένα (στο Μαρόκο είσαι μαντάμ… εδώ οι κυρίες δε δουλεύουν σαν τα σκυλιά, αν κι εφόσον δουλεύουν), ξεκίνησα με τα βασικά για το ζέσταμα. Διάδρομος 20 λεπτά, ποδήλατο 15 λεπτά, αυτό το άλλο που περπατάς σαν αστροναύτης χτυπώντας χέρια πόδια στον αέρα άλλα 15 λεπτά κοκ. Όλα αυτά σε ορισμένη ένταση και ταχύτητα, μην «καώ» κιόλας!!! Γρήγορα κατάλαβα ότι «το είχα» οπότε ξεθάρρεψα κι άρχισα να ρυθμίζω μόνη μου χρόνους, εντάσεις και τα σχετικά. Ούτως ή άλλως, πέρα από εκείνη την πρώτη φορά της «γνωριμίας» δε με ξαναπλησίασε άνθρωπος να δει τι και πως (καλύτερα)!!!

Εμπειρία «Lady Fitness» (όνομα και πράμα): Χώρος μεγάλος και ψηλοτάβανος με τεράστια βαριά πόρτα, την οποία σου ανοίγει ο πορτιέρης – ασφάλεια του χώρου (το μοναδικό αρσενικό που θα συναντήσεις). Είσοδος βγαλμένη από το Πλοίο της Αγάπης όπου επικρατούν λευκές κοίλες επιφάνειες, μεταξύ των οποίων καναπέδες σε ημικύκλιο, με τραπεζάκι στη μέση και καθρέπτες σε διάφορα σχήματα και μεγέθη. Στη ρεσεψιόν (επίσης σε σχήμα κύκλου) 2-3 κορίτσια ντυμένα στην πένα, μακιγιάζ αχαρακτήριστο (ala marocain, μην τα ξαναλέω) και ύφος κάτι μεταξύ μεγαλοστελέχους πολυεθνικής και λολίτας. Χαμόγελο κι επιστροφή στον υπολογιστή, διότι οι φίλοι στο Facebook περιμένουν!!!

Ακριβώς πίσω από την υπερπαραγωγή, ο υπόλοιπος χώρος θυμίζει πράγματι γυμναστήριο. Στην πρώτη γραμμή, διάδρομοι (παρντόν, ταπί-ρουλάν ήθελα να πω), ποδήλατα και όλα τα «αεροβικά» στη σειρά και από πίσω αίθουσα με όργανα τελευταίας τεχνολογίας (καλέ, πού είναι τα βαράκια να ρυθμίσω το μηχάνημα;;;) που δεν είχα συναντήσει λόγω της πολυετούς απουσίας μου… Ο χώρος των ομαδικών προγραμμάτων είναι στον επάνω όροφο, όπου για να βρεις ποδήλατο της προκοπής για spinning, πρέπει να μαλλιοτραβηχτείς με τις διπλανές σου και δεν το θες (οι φανατικές του συγκεκριμένου σπορ είναι κάτι 50άρες πωρωμένες που έρχονται με φουλ περιβολή και ύφος «Ετοιμάζομαι για τους Ολυμπιακούς»)…  

Η μουσική είναι επιεικώς εκκωφαντική και κυμαίνεται μεταξύ ηλεκτρονικής (όπως την ξέρετε) και αραβο-ηλεκτρονικής (κυρίως), όπου παίζει ένα μπέρδεμα τσιφτετελοπόπ με λίγο από αμανέ. Μετά από τις πρώτες φορές που πίστευα ότι υπάρχει Αλλάχ και θα δεήσουν να βάλουν κάτι άλλο (το έριχνα στη σύμπτωση), άρχισα να πηγαίνω ανελλιπώς με ένα τζιτζιμπλίκι (δικός μου όρος για ένα mp3 player Made in China που μου είχε προκύψει), στο οποίο είχα φορτώσει διάφορα, αλλά με διαφορά επικράτησαν οι James και ένα mixtape (μία λέξη) του Quentin που πολύ το αγαπώ (όπως και τον ίδιο). Οφείλω να σημειώσω ότι όταν ήμουν σε μεγάλο οίστρο είχε αποδειχτεί λίγο επικίνδυνο το mixtape, διότι παρασυρόμουν σε τέτοιο βαθμό από το ρυθμό που έτρεχα ή έκανα ποδήλατο σαν δαιμονισμένη (πρέπει να κάνανε χάζι οι άλλες, δεν μπορεί, άσε που τί θα λέγανε, αλλά ποιός τις καταλαβαίνει; και ποιός τις χέ….. επίσης, αλλά ας μη ρίξω το επίπεδο).

Αν αρχίσω να περιγράφω τις «συναθλήτριές» μου νομίζω ότι δε θα τελειώσω ποτέ, οπότε θα περιοριστώ στα εξής: (α) άλλες μπαίνανε, άλλες τρέχανε δίπλα μου – με το που πέταγαν τη μαντήλα και την jellaba («τσεγιάμπα» λέμε ελληνιστί το μακρύ φόρεμα-σακί) έβγαινε από μέσα τους η Jamie Lee Curtis στα καλύτερά της και (β) αν οι Ελληνίδες θεωρούμαστε πολυλογούδες, μπροστά σε αυτές εδώ «στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε». Τ’ακούτε;;;

Δε θα εκπλαγείτε νομίζω από το γεγονός ότι το πήρα ζεστά για κάνα-δυο-τρεις μήνες (το τρεις είναι μάλλον τραβηγμένο) και μετά πήγαινα μια στη χάση, μια στη φέξη, κυρίως μέσα στα Σαββατοκύριακα της μεγάλης λήθης… Το spinning που πρόλαβα 5-6 φορές έκανε δουλειά, καθώς και κάτι ασκήσεις κώλος-κοιλιά-πόδια, αλλά δεν ήταν αρκετά για να κρατήσουν ζεστό το ενδιαφέρον μου (σιγά μην ήταν!). Παρόλα αυτά, είχα αποφασίσει να ανανεώσω τη συνδρομή μου μετά τις διακοπές, αφού το 6μηνο έληγε αρχές Αυγούστου (όλα ήταν σοφά καμωμένα), όταν εγώ θα βρισκόμουν ήδη στον παράδεισο (για αυτό θα γράψω στα βαθειά γεράματα αφού θα έχουν πεθάνει τουλάχιστον οι μισοί)…

Προσγειώθηκα (κυριολεκτικά) στην πραγματικότητα - κόλαση και, μάλλον από καπρίτσιο, παρέμενα αποφασισμένη, αλλά αυτή τη φορά με σκοπό να αλλάξω χώρο, να κάνω κάτι πιο ευχάριστο τύπου ζούμπα, μούμπα, τούμπα κλπ. διότι είχα βαρεθεί (ναι, όλο βαριέμαι). Έψαξα στο διαδίκτυο κι έβαλα πρόγραμμα αμέτρητες φορές (στο μυαλό μου) να πάω να δω τους χώρους από κοντά, αλλά μια δύναμη πάνω από εμένα το καθιστούσε αδύνατο… Αλλάχ;;;

Μέχρι που, μετά από 2 μήνες αναζήτησης κι αναβολής, βρήκα σούπερ διαφημιστικό στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου και το έβαλα στην τσάντα μου… Βγήκε από την τσάντα κανένα μήνα αργότερα με σκοπό να το «ψάξω» (με έχουν φάει και αυτά τα πέρα δώθε στη Μαδρίτη ρε γαμώτο!!!), διότι κάτι μου έλεγε η διεύθυνση, αλλά που ακριβώς ήταν δεν ήμουν σίγουρη… Άλλους 2 μήνες μετά (ή έχεις μάστερ στην αναβολή ή δεν έχεις), σε συζήτηση με τη Ρ. σχετικά με ρουτίνα, σαπίλα και όλα αυτά τα θέματα που μας απασχολούσαν όποτε χτυπούσε ταβάνι η αυτοκριτική της παράνοιας, αξιώθηκα να κοιτάξω στο χάρτη πού ήταν αυτό το ρημάδι το γυμναστήριο για να ανακαλύψω ότι ήταν το γυμναστήριο της γειτονιάς μου!!! Υπό νέα διεύθυνση ή υπό την ίδια (ποσώς μας αφορά), αλλά ανανεωμένο και «εκμοντερνισμένο» – στο flyer το 100% «ΜΕΙΚΤΟ» (Γυναίκες – Άντρες) κατείχε εξέχουσα θέση. Αλλάχ-Αλλάχ!!!

Θα σκέφτεστε τώρα πώς γίνεται τόσους μήνες να μην το έχω πάρει χαμπάρι… Δυστυχώς γίνεται. Όταν ακολουθείς κάθε μέρα την ίδια διαδρομή και το γυμναστήριο είναι στη «λάθος» πλευρά του δρόμου (κάτι τέτοιες στιγμές μου έρχονται στο μυαλό αυτά τα εμπνευσμένα στο internet που υποτίθεται τα έχει πει κάποιος μεγάλος σοφός τύπου «Κάθε μέρα να πηγαίνεις στον προορισμό σου από διαφορετική διαδρομή διότι κάθε μέρα μπορεί να ανακαλύψεις κάτι καινούργιο». Άσε μας ρε σοφέ που θα κόβουμε βόλτες πρωινιάτικα!). Γίνεται όταν έχεις να κάνεις περίπατο στη γειτονιά σου πάνω από 6μηνο. Γίνεται όταν οι δρόμοι αλλάζουν όνομα και άλλοι τους ξέρουν με το παλιό και άλλοι με το νέο. Γίνεται όταν δε βλέπεις μπροστά σου, πέρα από το πώς θα φτάσεις μεταξύ Α και Ζ, χωρίς να κάνεις ούτε μια τόση δα στάση στα υπόλοιπα γράμματα (Δικό μου αυτό!!! Πάρτα σοφέ!!!)

Ε λοιπόν, μετά το πρώτο «σοκ» (και ένα εσωτερικό «κράξιμο» τύπου «μα πώς έχεις γίνει έτσι;;;» κλπ. κλπ.), ξετρελάθηκα από τη χαρά μου που αυτό που «έψαχνα» ήταν δίπλα μου (φυσικά και με ταλαιπωρούσε η ιδέα της απόστασης!) και έδωσα φωναχτά την υπόσχεση στον εαυτό μου (για να έχω μάρτυρα και τη Ρ.) ότι άμεσα θα πήγαινα να ξαναγραφτώ…

ΤΟ ΠΡΟΦΑΝΕΣ: Σήμερα, 19 Απριλίου 2013, όχι μόνο δεν έχω γραφτεί στο γυμναστήριο, αλλά δεν έχω περάσει καν απ’ έξω!!! Είπαμε, αυτά γίνονται ή την 1η του μηνός (ή στις 32 του άλλου που λέει και το άσμα) ή άντε στις 15. Νοικοκυρεμένα πράματα… (ΦΤΟΥ ΣΟΥ!!!)

Ο τελευταίος μου στόχος ήταν η προηγούμενη Δευτέρα 15 που ταίριαζε γάντι (και Δευτέρα και 15!!!), αλλά δυστυχώς λόγω φόρτου εργασίας (και μαλακίας) δεν επετεύχθη. Από εδώ και πέρα, μια με τη δουλειά που έχει καταντήσει το Κλουβί με τις Τρελές (με πρώτη εμένα), μια με το Πάσχα που έρχεται κι είπα να με βρει σε ορθόδοξο έδαφος αυτή τη χρονιά (μωρέ, τα θέλω και τα λέω;;;), βάλε μετά και τα γενέθλια μου (Birthday Resolution ίσως;;;), πάει πέρασε και ο Μάιος, ο μήνας ορόσημο, οπότε από του χρόνου πάλι και βλέπουμε…  

……………………………………………………………………..

Μεταξύ μας, λέω να κάνω ένα πέρασμα αύριο, αλλά μην το δένετε κιόλας!!!

 

ΜΙΑ ΧΩΡΑ... ΧΙΛΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ!!!

'Ηθελα από καιρό να αφήσω να μιλήσουν για λίγο οι εικόνες / στιγμές...
Κάθε μία από τις παρακάτω φωτογραφίες αποτελεί μια ανάμνηση, όχι πάντοτε καλή, σίγουρα όμως κομμάτι της ζωής μου στη σχιζοφρενή αυτή Χώρα...
Αυτό που ακολουθεί, και όχι μόνο, αποτελεί την εμπειρία ala marocain...
 
 
 
 























































































































 
 








 

 































 








































 














 

























 
Τα δικαιώματα των φωτογραφιών ανήκουν (εκτός από την αφεντιά μου) στους: Ευάερο/Ευήλιο, Σούλη Π., Άρη Λ., Χρύσα Κ., Ράνια Κ., Νίκο Χ., Raquel G.