Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

ΟΙ 7 ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ ή ΟΛΟΙ ΓΙΑ ΕΝΑΝ, Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ;


Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου, αρχή εβδομάδας, αρχή μήνα, αρχή σεζόν ή «σχολικής χρονιάς», όπως συνηθίζω να αποκαλώ τη συνέχεια του καλοκαιριού, που όλοι επιμένουν να ονομάζουν «φθινόπωρο» και οι χειρότεροι αυτών, «χειμώνα»… Μα χειμώνα;;;

Μετά από ένα μακρύ Σαββατοκύριακο ρουτίνας ala marocain (πλυντήριο, TV, ξάπλα στον καναπέ σε σχήμα Γ και αφωνία…) ξεκινάω τη μέρα μου στο γραφείο με μάλλον καλή διάθεση (δε θυμάμαι ακριβώς, αλλά σίγουρα δεν ήταν κακή), έχοντας προγραμματίσει να κλείσω όσο το δυνατόν περισσότερες εκκρεμότητες, σε πείσμα όλων των εμβόλιμων θεμάτων που προκύπτουν σε καθημερινή βάση (αυτό που γράφω στα τουντού - “to do” - της επόμενης ημέρας «βλέπε προηγούμενα», καλό δεν το λες, ούτε παραγωγικό επίσης).

Ενώ η μέρα προχωράει και το Johnnie Walker δε λέει να έρθει, μπαίνει ταραγμένη η Υπεύθυνη Ανθρώπινου Δυναμικού (για συντομία θα τη λέμε HR) στο γραφείο μου. Πάνω που τα μάτια μου της λένε ήδη να κάνει μεταβολή και να φύγει, μου λέει ότι πρόκειται για κάτι επείγον. Επειδή είναι σοβαρό κορίτσι και δε βαράει συναγερμό άνευ λόγου, της λέω να κλείσει την πόρτα και να κάτσει… «Ο Υ. θέλει να δηλώσει παραίτηση» μου λέει. Πρέπει να έλαμψε το πρόσωπο μου από τη χαρά, διότι πολύ καιρό θέλω να τον «στείλω», αλλά μια η ξανθιά μέσα μου που φώναζε «δώσε του άλλη μία ευκαιρία», μια που η θέση του είναι ευθύνης και θα δημιουργούσε αναστάτωση σε περίοδο που ούτως ή άλλως ήμαστε αναστατωμένοι, μαζί με άλλους λόγους που ποσώς ενδιαφέρουν, το ανέβαλα συνεχώς (στα τουντού και αυτό). Η παραίτησή του όμως δε θα μπορούσε παρά να γίνει αποδεκτή!!!

«Ωραία», λέω χαλαρή, «ας έρθει να τα πούμε και αντίο…». «Δεν είναι τόσο απλό», λέει η HR, «διότι το ανακοίνωσε ήδη στην ομάδα του και τώρα είναι όλοι μαζί στο meeting room και θέλουν να σου μιλήσουν…».

«Εμένα;»

«Εσένα!!!»

Από εκείνη τη στιγμή ξεκινάει ένας σουρεάλ διάλογος, με ατάκες τύπου «έχει πρόβλημα μαζί σου», «θέλουν να βρουν μια λύση», «αν φύγει αυτός, θα φύγουν όλοι» κοκ. Η δική μου συμβολή στο διάλογο είναι ως επί το πλείστον ένα ανοιχτό στόμα (αφωνίας συνέχεια) και κάτι «πώς;», «τι;», «κάνεις πλάκα» και «αυτό είναι απαράδεκτο», ενώ το μυαλό μου προσπαθεί να επεξεργαστεί την πληροφορία και παράλληλα να σταματήσει τις ανάποδες στροφές που έχουν πάρει μπρος και επιταχύνουν.

Σηκώνομαι όσο ψύχραιμα επιβάλλει η θέση, ο χώρος, η στιγμή και κατευθύνομαι προς το meeting room, πετώντας φλόγες… «Τι έγινε ρε παιδιά; Τι συμβαίνει;»

Ο πιο ώριμος (μόνο ηλικιακά) της παρέας παίρνει το λόγο και αρχίζει να λέει ότι ο αφεντικός τους ανακοίνωσε ότι φεύγει γιατί δεν αντέχει άλλο, διότι δε χρήζει εκτίμησης από την εταιρεία (εμένα) που του συμπεριφέρεται σαν ανήλικο (εγώ) και δεν αναγνωρίζει την προσφορά του (πάλι εγώ) κλπ. κλπ. κλπ. (εγώ εγώ εγώ).

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προφίλ του εν λόγω νέου: Μαροκινός, 39 Μαΐων, Αμερικανό-αναθρεμμένος με σπουδές στο Texas (yyyyyyyhaaaaaaaah!!!), «νόστιμος», υιός μπάτσου (δηλ. μικρο-μεσοαστού που ζει σαν μεγαλοαστός και βάλε – βγάλτε τα συμπεράσματά σας), παντρεμένος 3 φορές ήδη και με σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει με μεγάλες δόσεις αλκοόλ και άλλων ουσιών (δε θα μπούμε σε λεπτομέρειες). Υφάκι ξερωμπορωκανόλα, που λέει και ο φίλος Α., χιούμορ που αγγίζει τη γελοιότητα, ευθυνόφοβος, κοπανατζής, γλείφτης και, γενικώς, τσάμπα μάγκας… Τομέας ευθύνης στο μαγαζάκι μας; CFO!!! Που ο Αλλάχ να τον κάνει Οικονομικό Δ/ντη με τόσα λάθη και παραλείψεις πάνω στη δουλειά!!!

Αναρωτιέστε «τί περίμενες;;;». Τίποτα. Απλώς, τον είχα κληρονομήσει (δεν ήταν δική μου επιλογή), οπότε έλεγα να σβήσω πρώτα άλλες φωτιές και είχα το νου μου για να μην πάθω καμιά ζημιά. Έβλεπα δε, ότι κατά βάθος ήταν καλό παιδί, αν και μαλάκας, οπότε… τουντού!

Επανέρχομαι στο meeting room


 

Αφού με ανεβασμένο το φρύδι και αυστηρό τόνο κωλοχεριάζω την ομήγυρη με αυστηρότητα, συνοδευόμενη από μπαράζ ερωτήσεων που δεν περιμένουν απάντηση (ναι, ρητορικές, αλλά δεν το έπιαναν τα παιδιά), αλλά και με το απαραίτητο τακτ και τη δέουσα «ευαισθησία» για να μη θίξω το υπερευαίσθητο «κοινό», άρχισαν τα «δεν ξέρουμε» και «εμείς θέλουμε να βρεθεί μια λύση», «όχι, δεν έχουμε παράπονο, αλλά…», «έχεις δίκιο, μα…» και άλλα μισόλογα από τα οποία δεν έβγαινε κανένα νόημα.

7 ενήλικες, σε ρόλο Ντ’Αρτανιάν, εκ των οποίων μόνο 3 άνοιξαν το στόμα τους (οι υπόλοιποι μάλλον κρατιόντουσαν με το ζόρι να μην τσιρίξουν «βοήθεια») κάτω από την ψυχολογική πίεση που τους είχε ασκήσει ο παλληκαράς ψέλλιζαν διάφορες ασυναρτησίες για να ειπωθεί στο τέλος η θεϊκή ατάκα «Αν φύγει ο Υ., θα φύγουμε κι εμείς!!!». Ορίστε;;;

Αντίδραση έκπληξη: «Στο καλό και με τη νίκη…» (όχι αυτολεξεί, αλλά καταλαβαίνετε). Έπεσε παγωμάρα και τα βλέμματα ανταλλάσσονταν με ταχύτητα φωτός, ενώ υπέβοσκε ένα «μαλακία κάναμε και άντε να το μαζέψουμε». Ειλικρινά, δε θέλω να σας κουράσω με τα όσα ειπώθηκαν από μέρους μου γι’ αυτό και θα συνοψίσω λέγοντας ότι τους προέτρεψα να το ξανασκεφτούν και «αύριο μέρα είναι»…

Με το λεγάμενο έδωσα ραντεβού το πρωί με την αυγούλα, αφού είπα στην HR να τον ενημερώσει ότι περιμένω κάτι γραπτώς… (Επίσημα πράματα, μην και αλλάξει γνώμη!!!)

Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν ποίημα, από αυτά που έγιναν αφορμή για την έκφραση «Τί είπε ο ποιητής!!!». Ο τύπος να το παίζει βαρύ πεπόνι. Εγώ λακωνικότατη (αν και δεν κρατήθηκα και του την είπα για την αντιεπαγγελματική συμπεριφορά του ακόμη και την τελευταία στιγμή…) και εν αναμονή των εξελίξεων… Εδώ αρχίζει το μεγάλο γλέντι!!!

Να έρχεται ο Α και να λέει «εγώ δε θέλω να φύγω, αλλά αν φύγει ο Β θα το κάνω…». Να έρχεται ο Β και να λέει τα ίδια για τον Α, αλλά να συμπληρώνει κι έναν Γ. Οι υπόλοιποι δεν εμφανίστηκαν, το οποίο ήταν αναμενόμενο αφού ήδη από την προηγούμενη μέρα ήταν φως φανάρι ότι τους είχαν τραβήξει στη συνάντηση «διαμαρτυρίας» με το ζόρι!!! Να έχω μπροστά μου άντρες 30 και 40+ χρονών και να μου μιλάνε σαν νήπια, αραδιάζοντας ατάκες τύπου «εμείς είμαστε σαν οικογένεια…», «δεν ξέρω τι να κάνω…», «αν φύγουν οι άλλοι, θα τα φορτωθώ όλα εγώ και δεν αντέχω…» και άλλα τέτοια χαριτωμένα…

Τόση ψυχραιμία, υπομονή και αυτοσυγκράτηση μη με ρωτήσετε που τη βρήκα!!! Επιστράτευσα όλα μου τα επικοινωνιακά ταλέντα, τις ελάχιστες γνώσεις μου στην παιδοψυχολογία (το «παιδο-» δεν είναι τυπογραφικό λάθος), τη δασκάλα που ποτέ δεν ήθελα να γίνω και μπήκα σε διαδικασία να εξηγώ τα προφανή, τα λογικά, τα απλά, την ίδια στιγμή που με άλλα θέματα καιγόταν ο κω…ς μου!!! (Excuse my French!!!)

Ήξερα από την αρχή τι είχε παιχτεί. Έβλεπα τι μου έλεγαν τα μάτια και το σώμα τους, αλλά το «ηλίθιο» χρέος που ένιωθαν να υπερασπιστούν έναν άνθρωπο που και οι ίδιοι απέρριπταν κατά βάθος χρειαζόταν το χρόνο του για να μπει στις σωστές διαστάσεις…

Δε σας κρύβω ότι τρόμαξα με την ανθρώπινη βλακεία και τη δύναμη της μάζας… Πρώτη φορά είδα τόσο άμεσα πως ένας άνθρωπος μπορεί να χάσει την προσωπικότητά του κάτω από συνθήκες πίεσης. Όχι, δε χρειάζεται να υπάρχει πραγματικά αυτή η πίεση, αρκεί να πείσεις τον άλλο ότι είναι αληθινή. Ήταν τόσο θολωμένοι που δεν είχαν σκεφτεί καν τι θα γινόταν αν δεχόμουν την ομαδική δήλωση παραίτησης και έμεναν χωρίς να το καταλάβουν στο δρόμο. Μιλάμε για σενάριο Δαλιανίδη και βάλε (το χορευτικό έλειπε στην κορύφωση του δράματος και το είχαμε!!!). Σε έναν δύο είπα ότι επιλέγω να δω το συμβάν ως ατυχές και μεμονωμένο, διαφορετικά θα αμφέβαλα πολύ για την εξυπνάδα και τη σοβαρότητά τους. Κατάλαβαν ακριβώς τι ήθελα να πω…

Από εκείνη την «επόμενη» μέρα όλα επανήλθαν (σχεδόν) σε κανονικούς ρυθμούς… Εγώ μονάχα έχω πιο πολύ το νου μου, μέχρι να φύγει από εδώ μέσα η πηγή του κακού… Η κρίση φαίνεται να αντιμετωπίστηκε επιτυχώς, αλλά κλόνισε για άλλη μια φορά την πίστη μου στη δίκαιη, σωστή και επαγγελματική αντιμετώπιση των ανθρώπων… Όχι, δε χάνω το χιούμορ μου, ούτε έχω πρόθεση να πω κάτι βαρύγδουπο σε τόνο μελό… Αλλά… Πόσο θυμώνω που με βάζουν σε διαδικασία να σκέφτομαι μήπως οι μέθοδοι που χρόνια κράζω είναι οι σωστές… Μήπως τελικά ο κόσμος καταλαβαίνει μόνο με προσβολές και χτύπημα του χεριού στο τραπέζι, φοβέρα και άλλα τριτοκοσμικά «διοικητικά» τερτίπια… Μήπως προσπαθώ να περάσω τη δική μου επαγγελματική ηθική (και όχι μόνο) και το μόνο που καταφέρνω είναι να είμαι ο μαλάκας της παρέας;;; Α ρε Γιωργούλη, α ρε Γιωργούλη!!! Αν δεν ήταν και αυτοί οι λίγοι, αλλά καλοί, που εκτιμούν και καταλαβαίνουν, θα είχα πάρει τα βουνά και τα λαγκάδια…

Δε βαριέσαι, καλύτερα Δον Κιχώτης παρά Μπαμπούλας… άλλωστε ο πρώτος ήταν, αν μη τι άλλο, πιο κομψός!!! ;)


...................................................................................................................

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

ΣΤΙΓΜΕΣ...


Έχω καιρό να γράψω γιατί έχω καιρό να μείνω μόνη για μέρες…

Σήμερα που με τσίγκλησε πάλι η επιθυμία, κατάλαβα… Δε βαριέσαι… Πρώτη φορά είναι; Αρκεί που υπάρχουν οι όμορφες στιγμές κι ας περνάνε… Πώς αλλιώς;

Να έχεις να σκέφτεσαι μόνος σου και να γελάς το πρωί που πίνεις τον καφέ σου με μάτια και μυαλό πρησμένα από τον ύπνο… Να φέρνεις τις εικόνες με αγαπημένα πρόσωπα μπροστά σου και να πλημμυρίζεις συναίσθημα, ενώ χαμογελάς αχνά χωρίς να το καταλαβαίνεις… Πόσα γέλια, αγκαλιές, βλέμματα, ατάκες, μυρωδιές… Εκεί μαζί σου!!!

Είναι όμορφο να μένεις με τις αναμνήσεις… παρά τη γλυκιά μελαγχολία που τις διέπει… Γιατί χωρίς αναμνήσεις, τι; Αναμνήσεις σημαίνει ότι έζησες, ότι ζεις και όχι απλά ότι αναπνέεις!!! Οι τελευταίες δύο εβδομάδες ήταν πολύ γεμάτες σε «στιγμές»… Στιγμές που γδύθηκαν και έτσι γυμνές φώλιασαν μέσα μου… μου αρέσει πολύ αυτό!!! Οι αναμνήσεις μου είμαι εγώ και οι καλύτερες από αυτές έχουν πάντα πρωταγωνιστές αυτούς που αγαπάω… μου δίνουν ενέργεια για τις «άδειες» ημέρες, αυτές που δεν είναι άξιες λόγου, που δεν αφήνουν κάτι στο πέρασμά τους… που δεν έχουν «στιγμές».

Τέτοια ενέργεια κράτησα από εκείνη την Παρασκευή, στις αρχές Ιούνη, με τον Π. στο εστιατόριο με την υπέροχη αυλή και την ταράτσα έκπληξη… Να πίνουμε κρασί και να γελάμε, μέσα στη δική μας «φούσκα», στη δική μας γλώσσα, με τους δικούς μας κώδικες… και μετά σαν παιδιά να κάνουμε τραμπάλα και εγώ να ξεκαρδίζομαι και αυτό μου το γέλιο να μεταδίδεται στους περαστικούς… και την άλλη μέρα η ατελείωτη βόλτα στη θάλασσα, η υπέροχη ζάλη της επιστροφής και η ακύρωση των υπόλοιπων σχεδίων μας, λόγω αυξημένου ποσοστού αλκοόλ στο αίμα… ο αποχαιρετισμός το ξημέρωμα… χμμμ…

Και πριν προλάβω να μπω στη ρουτίνα μου, βρέθηκα πάλι στην «παιδική χαρά» με τον Γ. και τον Χ. για να συνεχίσω τα παιχνίδια, τα γέλια και τις αγάπες… Το βράδυ στο Ricks, η βόλτα στη Jamaa El Fna και στη συνέχεια το δείπνο στον μυστικό κήπο με τις μουσικές, τα γέλια μέχρι δακρύων στα κλαμπ του Marrakech, τα νωχελικά πρωινά στο ξενοδοχείο, τα παιχνίδια στην πισίνα, οι κουβέντες μας στο αυτοκίνητο, τα ψώνια στη Χαμπούς, τα δυσάρεστα νέα και τα shawarma σε συνδυασμό με ρούμι στο σπίτι… Πόσο υπέροχα ήταν!!! Ακόμα και τα δυσάρεστα, είχαμε τον τρόπο να τα ελαφρύνουμε (ειδικότητα του Γ. και, κατά περίπτωση, δική μου), να μην τα αφήσουμε να ταράξουν τις κοινές στιγμές μας…

Μεγαλείο!!!

Η σοβαρότερη και πιο σημαντική επένδυση που μπορείς να κάνεις… Αποταμίευση Στιγμών… Δεν μπορεί να σου τις στερήσει κανείς και τίποτα, παρά μόνο εσύ ο ίδιος από τον εαυτό σου… με το να μη ζεις, να μη γελάς, να μη μοιράζεσαι, να μην αγαπάς… Φτιάξε στιγμές!!! Μόνο έτσι αντέχεις (θα γελάσει ο Π. όταν το διαβάσει) και μπορείς να αμυνθείς στην καθημερινότητα… Ευτυχώς αυτές δε φορολογούνται ούτε μειώνονται!!!

Ας συνεχίσω λοιπόν… την άμυνα…

Αντέχω!!!
 

 

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Inshallah!!!


Είχα ακούσει ιστορίες για τους Άραβες και πόσο ιδιαίτεροι είναι στην επικοινωνία, ειδικά όσον αφορά σε συνεργασίες, διαπραγματεύσεις και όλα αυτά τα «ενδιαφέροντα» που διαδραματίζονται στον επαγγελματικό χώρο. Αυτό που δεν είχα καταλάβει, πριν την εμπειρία ala Marocain, ήταν το μέγεθος του "δράματος"!!! Δυστυχώς ή ευτυχώς το αντιλήφθηκα σχετικά νωρίς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έπαψα να εκπλήσσομαι. Διότι όσο ψυλλιασμένος και προετοιμασμένος να είσαι, έχουν ένα εξαιρετικό ταλέντο στον αυτοσχεδιασμό και στην ανακατωσούρα.
Έχουν μοναδικό ταλέντο στην αποφυγή παντός είδους ανάληψης ευθύνης, ακόμη και όταν είναι οι καθ ’ύλην αρμόδιοι. Μαγικό!!! Νομίζω ότι κατά βάθος τους ζηλεύω… Μπορούν να πουν τα πάντα για να μη δεσμευτούν σε τίποτα και το κάνουν με την «ευλογία του Θεού» (εδώ σε θέλω… πας κόντρα σε τόσο δυνατό επιχείρημα;;;). Διότι και να πάρουν την ευθύνη, και να εγκρίνουν μια απόφαση, και να κλείσουν ένα ραντεβού, αν δε θέλει ο Θεός;;; Οπότε στο «δυτικοαναθρεμμένο» μεν, εξωτικό δε, Μαρόκο η λέξη κλειδί είναι μια: ΙΝΣΑΛΛΑΧ!!!
«Ινσαλλάχ» (Inshallah) σημαίνει «Αν θέλει ο Θεός» και είναι η φράση που απαντάει σε ΟΛΑ!!! Αν είσαι μουσουλμάνος και αναφερθείς στο μέλλον χωρίς να ακολουθήσει το «Ινσαλλάχ» θεωρείται ύβρις και μπορεί να πέσει φωτιά να σε κάψει… Κατά συνέπεια, κλείνεις μια συμφωνία και λες από ευγένεια «Σας παρακαλώ στείλτε μου αύριο τα στοιχεία που συμφωνήσαμε», παίρνεις ως απάντηση «Ινσαλλάχ!». Ζητάς από έναν υφιστάμενο να ετοιμάσει κάτι για την επόμενη μέρα / εβδομάδα / μήνα, σου απαντάει «Ινσαλλάχ!». Λες σε κάποιον «Τα λέμε αύριο…» και αποκρίνεται «Ινσαλλάχ!»… και η λίστα μακραίνει και δεν έχει τελειωμό!!!
Στην αρχή το βρίσκεις αστείο, μετά γραφικό, στη συνέχεια σε εκνευρίζει και στο τέλος αρχίζεις να το λες κι εσύ όπως, όπου και όποτε σε βολεύει… Ρωτάει ο πελάτης, «Θα πιάσουμε τους στόχους στις πωλήσεις;» κι απαντάς με μειδίαμα και βλέμμα στον ουρανό «Ινσαλλάχ!». Σε ρωτάει ο υφιστάμενος «Θα πάρουμε αυξήσεις;» απαντάς «Ινσαλλάχ» (μην επαναλαμβάνομαι – ΝΑΙ – η αύξηση εδώ είναι υπαρκτή και αναμενόμενη). Αρχικά, γελάνε συγκρατημένα γιατί το βρίσκουν χαριτωμένο, αλλά όταν καταλάβουν ότι το εννοείς και δεν παπαγαλίζεις απλώς σε μια άγνωστη σε σένα γλώσσα, τους κόβεται το γελάκι… Η εκδίκηση (νομίζεις) είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο…
Αμ δε!!!
Έχουν κι άλλους άσους στο μανίκι… Διότι εδώ ισχύει η αρχή της μη άρνησης… Ρωτάς κάτι που θέλει απάντηση «ναι ή όχι» κι αρχίζει μονόλογος με εισαγωγή, κυρίως θέμα και επίλογο που μέχρι να ολοκληρωθεί έχεις ξεχάσει τι ρώτησες και που ήθελες να καταλήξεις, ενώ η συζήτηση έχει περάσει σε ένα από τα 15 υποθέματα (υπόθετα έπρεπε να τα λένε) που ανέφερε μέσα στο λογύδριο του ο συνομιλητής σου… Κάνεις απέλπιδες προσπάθειες να διακόψεις ευγενικά, με παταγώδη αποτυχία, ώσπου φτάνεις στο σημείο να θωρακίζεσαι στις σκέψεις σου μέχρι να τελειώσει το μαρτύριο, προσπαθώντας να μη χάσεις τον πραγματικό στόχο της συνάντησης, συζήτησης κοκ.
Στο τέλος καταλήγετε να έχει πει ο καθένας τα δικά του (άρα να είναι πολύ ικανοποιημένος με τον εαυτό του), αλλά να μην έχει υπάρξει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα ή απόφαση. Διότι αν κάνεις το λάθος και πεις «ΟΚ, δηλαδή που καταλήξαμε;;; Ναι ή όχι;;;» θα ξανακούσεις τα ίδια (κι απαράλλαχτα) και το μόνο που θα καταφέρεις είναι να γίνεις κουδούνι από τις μαλακίες και παπαρολογίες!!! Το έπαθα πολλές φορές στην αρχή και στο τέλος το πήρα απόφαση ότι δε βγαίνει άκρη έτσι, οπότε ή τα γράφω επίσημα μπας και χαμπαριάσουν (και Ινσαλλάχ!) ή τα γράφω εκεί που δεν πιάνει η μελάνη…
Η παραπάνω παραπλανητική τακτική υιοθετείται και όταν η απάντηση είναι επί της ουσίας θετική (δηλ. «Ναι»), αλλά πρέπει να μπει σε τέτοιο πλαίσιο ώστε ο συνομιλητής σου να καλύψει όλες τις πιθανές παρερμηνείες (που ενίοτε είναι ανύπαρκτες), διότι με το «ναι» παίρνει ευθύνη, την οποία πρέπει να μπορεί να τινάξει από πάνω του με την πρώτη (κατ’ αυτόν) στραβή… Όταν η απάντηση είναι αρνητική, δε θέλεις να ξέρεις… Όχι μόνο πρέπει να σε πείσει, όχι μόνο πρέπει να νιώσει ότι έχει καλύψει τυχόν πιθανότητες ανατροπής, αλλά θέλει να του πεις και μπράβο στο τέλος για να ενισχύσει την αίσθηση του αλάθητου…
Το γλέντι αρχίζει όταν εσύ, η νεαρή (δε θέλω σχόλια) ξένη που οφείλεις να τους «υπηρετείς» (αυτό βάλτε το σε πολλά εισαγωγικά), σε αντίστοιχες φάσεις, που νομίζεις ότι οφείλεις να δώσεις μια σαφή απάντηση, πετάς ξερά και ηχηρά ένα (δύο ή τρία) «ΟΧΙ», σαν το υποτιθέμενο του Μεταξά!!! Παγωμάρα.
Δεν ξέρουν να ακούνε στη λέξη «όχι». Αυτό φαίνεται και γλωσσολογικά (ειδική δεν είμαι, αλλά…), αν λάβεις υπόψη ότι στα αραβικά το «όχι» είναι «λα», δηλαδή μια μουσική νότα που, όπως και να έχει, το ελαφραίνει λίγο το πράμα – πράμα όπως οτιδήποτε αντιπαθητικό, μην τα ξαναλέμε… Προσωπικά, πεθαίνω με κουβέντες αγνώστων που πιάνει το αυτί μου στο δρόμο και εκεί που πέφτουν τα αλαμπουρνέζικα ακούς ένα «λαλαλαλαλαλαλαλα…» (τραγουδιστά και με έμφαση) και σου έρχεται η επιθυμία να αρχίσεις κι εσύ να αλαλάζεις στα κουτουρού… «Όχιοχιοχιοχιοχιοχιοχιοχιοχι… Μηηηηηηηηηηηηη!!!!!»
Στις πρώτες συναντήσεις («γνωριμίας» σαν τα συνοικέσια) αντιμετώπιζαν τα «όχι» και «δε γίνεται» ψύχραιμα, θεωρώντας μάλλον ότι θα συνετιστώ και την επόμενη φορά θα αλλάξω τροπάριο… Μετά από απανωτές απογοητεύσεις, πλέον έχουν αποδεχτεί το «θράσος» και την «αυθάδειά» μου, αλλά μου ρίχνουν καντήλια (ή ότι άλλο ρίχνουν εδώ) με το που γυρίσω την πλάτη μου και κάνουν παράπονα μεταξύ τους ή σε ντόπιους συνεργάτες μου, ώστε να τα μάθω…
Ειλικρινά σας μιλάω, δεν παλεύονται. Δεν τους αρέσουν τα «όχι», αλλά δε λένε ποτέ «ναι». Είναι απίστευτα κουραστικοί και μπορούν να σε εξοντώσουν με την αναβλητικότητα και τον ζαμανφουτισμό τους… Φυσικά και υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως σε όλους τους κανόνες, αλλά αυτές τις τρώει η μαύρη τρύπα του συστήματος, διότι χαλάνε την ησυχία του «κατεστημένου».
Οι ικανοί χρίζονται ανίκανοι, οι γνώστες ενοχλούν διότι κάνουν πιο εμφανή την άγνοια των υπολοίπων, τα «κέντρα αποφάσεων» άγονται και φέρονται από πολιτικάντηδες ή φαντάσματα της εξουσίας, όσοι είναι κοντομπατζανάκηδες του Βασιλέως (βεβαίως βεβαίως) είναι «δύναμη» και όσοι νομίζουν ότι έχουν δύναμη επειδή είναι γαμπροί ή ανίψια των «δημοκρατικά» εκλεγμένων («εκλεγμένοι» από το «περιβάλλον του Βασιλέως – βεβαίως βεβαίως) είναι γελασμένοι και τρέμει το φυλλοκάρδι τους κάθε φορά που αλλάζει το πολιτικό σκηνικό…
Οπότε, ως επί τω πλείστον συνεργάζεσαι με τυπάκια που κάποιος, κάπου, κάπως τα βόλεψε και τα οποία έχουν πλήρη άγνοια της μπίζνας για την οποία καλούνται να συντονίσουν, συζητήσουν, αποφασίσουν, εγκρίνουν, διευκολύνουν και άλλα ρήματα ενεργητικής φωνής που προϋποθέτουν μια δόση σοβαρότητας και ευθύνης… Άρα;;;
Άρα, ΙΝΣΑΛΛΑΧ και πάνω τούρλα!!!
……………………………………………………..
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1: Παρά τη σύντομη αναφορά στο υφιστάμενο προσωπικό, δεν μπαίνω καν στη διαδικασία να μοιραστώ λεπτομέρειες, διότι δε θα τελειώσω ποτέ την αφήγηση σχετικά με την παντελή έλλειψη υπευθυνότητας, σοβαρότητας και επαγγελματισμού. Φυσικά και εδώ υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά είναι ελάχιστες και ενίοτε επιρρεπείς…
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2: Αν μου έλεγε κάποιος πριν 10-15 χρόνια ότι θα έφτανα σε αυτά τα επίπεδα υπομονής και ανεκτικότητας, θα τον χαρακτήριζα τουλάχιστον τρελό και θα του κρέμαγα κουδούνια… Ελπίζω στο άμεσο μέλλον ή να τους στείλω όλους στα τσακίδια ή, σε αντίθετη περίπτωση, να αγιοποιηθώ… ΙΝΣΑΛΛΑΧ!!!
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 3: Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική. Το παραπάνω κείμενο αποτελεί αποκύημα της φαντασίας της συντάκτριάς του, η οποία, δόξα τον Αλλάχ, έχει γίνει εξπέρ στο αυτοπαραμύθιασμα και στις φακές!!!
 
 
 
 
 

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ ala Marocain (και όχι μόνο...)


Αν και λόγω φύλου, σύμφωνα με κάποιους, κανονικά δεν «επιτρέπεται» να κάνω κριτική στη γυναικεία συμπεριφορά, διότι υποτίθεται ότι θα έπρεπε να την καταλαβαίνω και να την υποστηρίζω, μόνο και μόνο επειδή έτυχε να έχω γεννηθεί γένους θηλυκού, θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω κάθετα, οριζόντια και διαγώνια…

Κυρίως γιατί ως γυναίκα έχω πολύ περισσότερες απαιτήσεις από το ίδιο μου το φύλο. Αν γυναίκα θεωρείται η κλασική αναπαράσταση στις ελληνικές και όχι μόνο ταινίες, ενός πλάσματος αδύναμου, απελπισμένου και πονηρού που μοναδικό σκοπό στη ζωή του έχει να βρει ένα «μαλάκα» να του φορτωθεί, ενώ παράλληλα θέλει να το παίζει ανεξάρτητη και χειραφετημένη σε εργασιακά περιβάλλοντα δύο ταχυτήτων, όπου ναι μεν θέλει να εξελιχθεί, αλλά για να αποδώσει χρειάζεται φροντίδα και προδέρμ, λυπάμαι αλλά δεν…

Δεν μπορεί να είμαστε τόσο «λίγες»… Σίγουρα δε γεννιόμαστε τόσο περιορισμένων προδιαγραφών… Είναι αυτή η άτιμη κοινωνία που φταίει, σε συνδυασμό με τη μέση οικογένεια, η οποία αποτελεί τη βάση αυτής της άτιμης κοινωνίας… Φαντάζομαι οι «ειδικοί» το αποδίδουν στις κούκλες που μας έκαναν δώρο στην ευαίσθητη και τόσο καθοριστική παιδική ηλικία, στα φουστανάκια και τις κορδέλες στα μαλλιά που έπρεπε να είναι πάντα χτενισμένα, στην «υποχρέωση» να μάθουμε «από νοικοκυριό» διότι «ποιός θα μας πάρει;» αν είμαστε ανεπρόκοπες, στις διαφορετικές προσδοκίες κομμένες και ραμμένες σε πατρόν δανεισμένο από το παρελθόν…

Στην περίπτωση μου μάλλον έπαιξε ρόλο ότι στη δική μου οικογένεια, η οποία φαινομενικά ήταν μια μέση οικογένεια με βασικές αρχές σύμφωνες με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, κάποια πράγματα γίνονταν αλλιώς ή, τέλος πάντων, γίνονταν με γνώμονα την ελευθερία της ανάπτυξης της προσωπικότητας χωρίς καλούπια και προδιαγεγραμμένα «πρέπει» (τα μόνα «πρέπει» είχαν να κάνουν με θέματα ηθικής, με την ουσιαστική έννοια της λέξης και όχι με αυτή που της προσδίδουν κατά καιρούς «βρώμικες» εκκλησίες, δήθεν καθωσπρέπει ομάδες υποκριτών και μυξοπαρθένες της πλάκας).

Φυσικά και σαν παιδί είχα κούκλες, αλλά εγώ τους έκοβα τα ξανθά μακριά μαλλιά τους για να ξεχωρίζουν λίγο η μια από την άλλη και τους τα έβαφα με μαρκαδόρο για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Είχα όμως και Playmobil, Lego και Puzzle (η διαφήμιση πάει σύννεφο!!!). Η μάνα μου όχι μόνο δε μου έβαζε κορδέλες στα μαλλιά - σε ποιά μαλλιά; - αλλά ούτε καν φουστανάκια, διότι της φαινόμουν αστεία, ένα κοριτσάκι με μαλλί μάγκα από το Μινόρε της Αυγής να το παίζω με το ζόρι «χαριτωμένο» κι αργότερα, οι αφέλειες έπεφταν πάντα μέσα στα μάτια μου – ο μεγάλος καημός της γιαγιάς μου («Πού να κάτσει να το χτενίσεις, το αγριοκάτσικο!!!»). Ευτυχώς στο δικό μου σπίτι αρκούσε να είμαστε «τακτικοί» – που δεν ήμουν, αλλά ενίοτε προσπαθούσα – και έγινε κατανοητή από νωρίς η άρνησή μου απέναντι σε οτιδήποτε υποδήλωνε δεδομένη «προσφορά» στο άλλο φύλο (ο «όρκος» που έκανα ότι δε θα μάθω ποτέ να σιδερώνω πουκάμισα είναι ίσως ο μοναδικός που έχω κρατήσει).

Γιατί όμως τα λέω όλα αυτά; Γιατί με έπιασε ξαφνικά η τρέλα να «κράξω» το ίδιο μου το φύλο; Μάλλον γιατί εκτός του ότι δεν ταυτίστηκα ποτέ 100% μαζί του (μήπως να μετρήσω τα επίπεδα τεστοστερόνης μου;), σήμερα, εδώ στο εξωτικό Μαρόκο, έχω ακόμη περισσότερους λόγους για να απογοητεύομαι με το πώς βλέπουν τη γυναίκα, αλλά κυρίως πως η ίδια βλέπει τον εαυτό της…

Κορίτσια / Γυναίκες κάθε είδους. Είτε έχουν τελειώσει το σχολείο, είτε έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό (η πλειοψηφία στο Παρίσι), είτε προέρχονται από τα «λαϊκά» στρώματα, είτε από την «αριστοκρατία», είτε είναι έξυπνες ή λιγότερο έξυπνες, όμορφες ή λιγότερο όμορφες, καλές στο επάγγελμά τους ή λιγότερο καλές, όλες μα όλες ζουν και αναπνέουν με την ελπίδα / αγωνία / εμμονή να βρουν έναν άντρα που θα τις παντρευτεί και θα τις κάνει «κυρίες»!!! Τι κι αν έχεις μια χαρά δουλειά κι έναν ευπρεπέστατο μισθό που σου επιτρέπει σχεδόν τα πάντα, αν έχεις πατήσει τα 30 και δεν έχεις γίνει σύζυγος (για να μην πω μάνα) ζεις έναν καθημερινό εφιάλτη…

ΟΚ. Κατανοητό. Άλλωστε έχουμε πει ότι το εξωτικό Μαρόκο είναι η Ελλάδα του ’60-’70 με αισθητική ’80, διασκέδαση ’90 και καταναλωτισμό ’00!!! Αλλά ρε παιδί μου, το 2013 σε έναν τόπο που δηλώνει «κοντά στη Δύση», παρά το γεγονός ότι είναι αραβική χώρα της Β. Αφρικής με μουσουλμανικό θρήσκευμα (!!!), περιμένεις τουλάχιστον από κάποιους (τους υποτιθέμενους «μορφωμένους») μια άλλη στάση…  

Ναι, βέβαια, για την ελίτ (βλ. «μορφωμένους») όλα έχουν μια πιο φιλελεύθερη εσάνς, αρκεί να έχεις παντρευτεί στη σωστή ηλικία (!!!). Το Ισλάμ έχει αρκετά γερές βάσεις ακόμη και στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, απλώς είναι λίγο πιο light και, φυσικά, a la carte. Οι γυναίκες όμως είναι ίδιες ανεξαρτήτως και ανεξαιρέτως… Καλομαθημένα κορίτσια «του μπαμπά» που σπούδαζαν στα Παρίσια, κάποιες από αυτές έκαναν και τα πρώτα τους επαγγελματικά βήματα, ενώ παράλληλα ξεσάλωναν σε ουδέτερο έδαφος και με διεθνείς παρέες, όταν πλησιάζουν στα 30 επιστρέφουν στην πατρίδα για να «τακτοποιηθούν» (αν δεν έχουν βρει κανέναν να τις «τακτοποιήσει» ήδη). Επειδή όμως δε σταματούν να επιδιώκουν τη διατήρηση της «Ευρωπαϊκής» τους ταυτότητας (κάποιες έχουν ήδη πάρει τη Γαλλική υπηκοότητα), οφείλουν να μπουν στον επαγγελματικό στίβο και να δηλώσουν την «ανεξαρτησία» τους!!!

Εκεί αρχίζουν τα γλέντια. Γιατί «καριερίστα» μεν, ευαίσθητο πλάσμα δε… Φοβούνται τα πάντα. Από το να οδηγήσουν μέχρι να κυκλοφορήσουν μόνες μετά τις 6-6:30 το απόγευμα.  Δεν μπορούν να διαχειριστούν την πίεση, το άγχος, το στρες… Δεν μπορούν τις επιπλήξεις ακόμη κι αν τις έχουν προκαλέσει οι ίδιες… Το δάκρυ τρέχει με το παραμικρό και η κλάψα είναι σε ημερήσια διάταξη. Η αιτία (ή αφορμή) δεν έχει σημασία… Μπορεί να είναι από το ότι είναι άρρωστη η μάνα τους, μέχρι το ότι «δεν έστρωνε το μαλλί σήμερα το πρωί». Δεν αντέχουν τη διπλανή που είναι πιο ψηλή και όμορφη, την άλλη που είναι παντρεμένη και αυτές όχι… Οι παντρεμένες δεν αντέχουν τις ελεύθερες που το παίζουν χαλαρές ενώ δεν είναι… Το θάψιμο και οι κακίες εκσφενδονίζονται στον αέρα και η τελική αναμέτρηση συνοψίζεται στους πόντους της τακούνας (τα περί τακούνας τα έχουμε πει σε ειδικό επεισόδιο κι όποιος δεν το έχει διαβάσει, να σπεύσει), ενώ ανάλογα τη διάθεση ανεβοκατεβαίνουν και οι πόντοι (αν δεις γκόμενα με φλατ, 99% είναι πολύ χάλια και πρέπει να προσέχεις…).

Είναι απίστευτο το πόσο εύκολα ξεκατινιάζονται!!! Είναι τρομακτικό το πόσο εύκολα διαβάλλουν τον οποιοδήποτε… Συχνά μου θυμίζουν νηπιαγωγείο με ατάκες τύπου «κυρία, κυρία δεν το έκανα εγώ… αυτή έφταιγε / με προκάλεσε» κοκ. Το εκπληκτικό, δε, είναι ότι δεν έχουν καμία επίγνωση της θέσης ή της ευθύνης τους… Δεν έχουν καν εικόνα του εαυτού τους!!! Δηλώνουν απογοητευμένες από τη χώρα τους και την ίδια στιγμή κάνουν ακριβώς όλα αυτά που υποτίθεται σιχαίνονται και θέλουν να αλλάξουν. Σχιζοφρένεια στο φουλ!!! Υποκρισία στο έπακρο…

Σοβαρότης Μηδέν κι εγώ μέσα στη μέση, πιο εξωγήινος από ποτέ!!! Διότι μπορεί να είμαι σούργελο με περικεφαλαία για φίλους και γνωστούς, αλλά με τη δουλειά δεν παίζουμε. Όπως δεν παίζουμε και με την αξιοπρέπειά μας!!! Χίλιες φορές «στην κοσμάρα μου» παρά κουτσομπόλα και ρουφιάνα, ιδιότητες που μου σηκώνουν την τρίχα και με ξενερώνουν όσο τίποτα, ειδικά στον επαγγελματικό χώρο…

Πρόσφατα μια κλασσική Μαροκάνα εκ Παρισίων, που αναφέρει τον «μπαμπά» της σε κάθε δεύτερη φράση, δήλωσε παραίτηση γιατί δεν άντεχε τη διπλανή, με την οποία ελάχιστη συνεργασία είχαν… Την τσίγκλαγε, λέει, συνέχεια (εγώ ως επικεφαλής δεν έκανα τίποτα για να εξομαλύνω την κατάσταση) και έφτασε στα όριά της… Διότι κατά τα άλλα, δεν ήθελε να φύγει και πολύ μας αγαπάει και μας εκτιμάει, αλλά να, ήταν αυτή η ενοχλητική «το φίδι», ήταν και η τυχαία προσφορά για άλλη θέση με κανένα χιλιάρικο ευρώ παραπάνω, τι να κάνει το κορίτσι;;; Μωρέ καλά έκανε, αλλά μην έρχεται και μου δίνει ως «επίσημη» αιτία «την άλλη»!!! Ας είμαστε λίγο σοβαροί!!!

Επίσης, μέσα στο πλαίσιο ξεκατινιάσματος, τα ξερνάνε όλα σε φίλους και «εχθρούς», με σκοπό να κοκορευτούν και μόνο. Όλοι γνωρίζουν τους μισθούς όλων και σε περίοδο αυξήσεων (ΝΑΙ, συμβαίνουν κι αυτά ακόμη εδώ στο Άφρικα – ΜΟΝΟ για τους ντόπιους, μην ετοιμάζεστε να μου ζητήσετε δανεικά) συγκρίνουν μεταξύ τους και βγάζουν και αυθαίρετα συμπεράσματα που όταν φτάνουν στα αυτιά μου, ανάλογα με τη διάθεση, πεθαίνω στα γέλια ή μου γυρίζει το μάτι (αυτό που γυαλίζει). Ε, τα θηλυκά καταλαβαίνετε… Πιο «μάχιμα» από όλους… «Γιατί αυτή και όχι εγώ…» και όλα αυτά τα υπέροχα και τόσο εποικοδομητικά… Μύλος!!!

Ειλικρινά, αν αρχίσω να περιγράφω ιστορίες δε θα τελειώσω ποτέ… Άσε που ότι και να πω, αν δεν το ζήσεις, δεν το καταλαβαίνεις… Σε πρόσφατη επίσκεψη, ένας συνάδελφος από Αθήνα έμπαινε κάθε λίγο στο γραφείο μου με ανοιχτό το στόμα, διότι νόμιζε ότι είχε εικόνα από αυτά που του είχα πει, αλλά η πραγματικότητα τον ξεπέρασε…

Η πραγματικότητα στην οποία, ευτυχώς, αντιστέκομαι σθεναρά και με χαμόγελο (όχι πάντα, αλλά ως επί το πλείστον)… Η πραγματικότητα που, δυστυχώς, συνειδητοποιείς ότι έχει περισσότερα κοινά στοιχεία, ανεξαρτήτως χώρας, από αυτά που ήθελες να πιστεύεις, διότι ομολογουμένως τι Ελληνίδα, τι Ισπανίδα, τι Μαροκινή, η γυναίκα «μέσος όρος» παραμένει δέσμια των προσδοκιών της μάνας και της γιαγιάς της, τουλάχιστον γύρω από τη Μεσόγειο.

Γι’ αυτό λοιπόν κορίτσια, ξυπνήστε και αποδεχτείτε αυτό που είστε χωρίς ρηχά «δήθεν» και φιοριτούρες!!! Όποια κι αν είναι η επιλογή σας, όποια κι αν είναι τα θέλω σας, ότι κι αν είναι αυτό που σας κάνει ευτυχισμένες, είτε λέγεται καριέρα, είτε λέγεται οικογένεια, είτε ο συνδυασμός και των δύο (κάποιες τα καταφέρνουν μια χαρά), υποστηρίξτε το με ειλικρίνεια και ζήλο. Διώξτε τους φόβους σας και διατηρήστε την αξιοπρέπειά σας… Η κατινιά δεν είναι «όπλο» ενάντια στην ευαισθησία, ούτε η υποτιθέμενη «ευαισθησία» δικαιολογεί την κατινιά (με έπιασε το μεταφεμινιστικό μου, το ξέρω, αλλά μπούκωσα, συγχωράτε με!!!). Η ευαισθησία έχει πολλές υπέροχες προεκτάσεις, συγκεντρωθείτε!!!

Άλλωστε, τη Γυναίκα (με «γ» κεφαλαίο) πολύ αγάπησαν, την «κατίνα» ουδείς*!!!




*εξαιρούνται οι Κατίνες με «κ» κεφαλαίο, τις οποίες πολύ συμπαθώ… 
 

 
 
................................................................................................................
 

Τρίτη 7 Μαΐου 2013

ΑΓΑΠΗ Χ 3 (ΚΑΙ ΒΑΛΕ...) : ΛΑΜΠΡΙΝΗ


Το 1980-81 γνώρισα στο Παλ. Φάληρο της «εξ αγχιστείας» μάνα μου… Γιόρταζε προχθές (Πάσχα) η Λαμπρινή που χαϊδευτικά τη φωνάζαμε Μπιμπή και ήταν από τους πιο λαμπερούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει (όνομα και πράγμα). Μετακόμισε με τον άντρα της, τον αγαπημένο γλυκό Δήμο, στον ίδιο όροφο με εμάς λίγους μήνες αφού είχαμε αρχίσει να νιώθουμε «σπίτι μας» κι έμελλε να γίνουν η οικογένεια μας…

Καμιά 10αριά χρόνια μικρότερη από τους γονείς μου, Νο1 Εμπορική Αντιπρόσωπος γνωστής εταιρείας καλσόν και εσωρούχων, η Μπιμπή ήταν ο ορισμός του πληθωρικού ανθρώπου μέσα – έξω. Ψηλή και πάντα με περιττά κιλά (παρά τα κιλά της, πολλές θα ζήλευαν τους λεπτούς αστραγάλους της), έντονα χαρακτηριστικά και ένα τεράστιο χαμόγελο, ήταν από αυτές τις σούπερ γυναίκες που τα καταφέρνουν σε όλα τέλεια!!! Πρώτη επαγγελματίας, αμίμητη οικοδέσποινα, αεικίνητη και ακούραστη… Μοναδικό πλάσμα!!! Η Μπιμπή στα 30-35 της είχε ταξιδέψει στα πιο υπέροχα μέρη (με τις ώρες με άφηνε να χαζεύω τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες της) και είχε ακόμη έντονη δίψα για επόμενα ταξίδια και ακόμη πιο έντονες εμπειρίες… Ήταν «περιβόλι», όπως λέει για αυτούς τους ανθρώπους η Ρ.

Ήταν απίστευτο το πόσο συχνά έκανε καλέσματα και πάρτι, με την οποιαδήποτε αφορμή. Δε νομίζω ότι έχω γνωρίσει άλλον άνθρωπο με τόση ενέργεια και διάθεση για διασκέδαση με καλούς φίλους – με τόσους καλούς φίλους. Διότι η Μπιμπή και ο Δήμος ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί και είχαν έναν τρομερό κύκλο από άτομα κάθε λογής και ηλικίας…

Η αμοιβαία αδυναμία της μιας στην άλλη νομίζω ότι εκδηλώθηκε σχεδόν ακαριαία – σαν κεραυνοβόλος έρωτας. Εγώ θαμπώθηκα από αυτό το υπερκινητικό πλάσμα που εξέπεμπε αγάπη (μάλλον γιατί «ταυτίστηκα») κι εκείνη είδε στο πρόσωπό μου την πιτσιρίκα που θα ήθελε για κόρη της (μάλλον γιατί επίσης ταυτίστηκε). Η μητέρα μου δέθηκε πολύ γρήγορα με την Μπιμπή, όπως και ο Γιωργούλης, και ακριβώς επειδή την αγάπησε, της άρεσε ιδιαίτερα που είχαμε αυτή τη σχέση. Νομίζω ότι από τα 5-6 μου και για καμιά 10αριά χρόνια ζούσα σε δύο σπίτια και ο διάδρομος του ορόφου μας ήταν μέρος τους, αφού πηγαινοερχόμουν με τις πυτζάμες, για να μην πω με το βρακί (!!!).

Πηγαίναμε παντού μαζί (ή μάλλον με πήγαινε). Από παραστάσεις χορού μέχρι αγώνες μπάσκετ και από «ταξίδι» στην Κηφισιά για παγωτό στα Igloo (το πρώτο και μοναδικό που είχε ανοίξει) μέχρι παιδικά πάρτι… Ήμουν η προέκτασή της και ήταν η «δεύτερη μάνα» μου.

Πανέξυπνη με μοναδικό χιούμορ και ταλέντο στον αυτοσαρκασμό, έδινε πάντα συμβουλές που δεν έμοιαζαν κήρυγμα, με έναν τρόπο ανάλαφρο και την ίδια στιγμή ουσιαστικό… Εκείνη μου έφερνε πάντα στα γεννέθλιά μου το καινούργιο μαγιό της σεζόν, με φώναζε να της κάνω παρέα όταν έκανε τις ετοιμασίες για τα πάρτι της (πάντα έφτιαχνε τις αγαπημένες μου κρέπες με ζαμπόν και μπεσαμέλ), μου έκανε τις πρώτες κουβέντες για γκομενιλίκια (είμαι σίγουρη ότι αυτό ήταν σε συνεννόηση με την Πιτσούλα), με άφηνε με τις ώρες να χορεύω στο σαλόνι της και μετά μου ζητούσε να της δείξω τη «χορογραφία»… ενώ ο Δήμος έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες για να καθίσω κάτω έστω 5 λεπτά (θυμάμαι μια φορά, ένα από τα συνήθη βράδια που αράζαμε και οι πέντε σπίτι τους για να δούμε τηλεόραση - νομίζω τότε συγκεκριμένα «Τα Πουλιά Πεθαίνουν Τραγουδώντας» - μου έβαλε στοίχημα ότι δεν μπορούσα να κάτσω 10 λεπτά ακίνητη, το οποίο, φυσικά, έχασα).

Τόσο διαρκής αλλά και ουσιαστική ήταν η σχέση μας που είχα πλέον αποκτήσει επίκτητα χαρακτηριστικά της και αυτοί που δε μας ήξεραν με περνούσαν για παιδί της. Δεν αλλάζω την Πιτσούλα μου με τίποτα, αλλά αν υπήρχε θέση πρώτης επιλαχούσας, την είχα δώσει στην Μπιμπή χωρίς δεύτερη σκέψη. Χωρίς καθόλου σκέψη!!!

Για μια 5ετία περάσαμε την περίοδο «Αγάπη Χ 5», διότι, όπως μάλλον έχει ήδη διαφανεί, αναπτύχθηκε μια δυνατή φιλία μεταξύ των δύο ζευγαριών (με εμένα στη μέση) και οι δύο οικογένειες γίναμε μια. Μαζί στα ταβερνάκια μέρα παρά μέρα  για φαγητό το βράδυ (αν όχι κάθε μέρα), μαζί στις εκδρομές (όταν το επέτρεπαν οι ρυθμοί του πατέρα μου), μαζί στις βεγγέρες το καλοκαίρι, μαζί καλωσορίσαμε την έγχρωμη τηλεόραση (αν δεν ήταν η Μπιμπή, εμείς μπορεί να είχαμε ασπρόμαυρη ακόμη και σήμερα), μαζί πανηγυρίσαμε το Ευρωμπάσκετ του ’87 (τότε είχαμε ήδη γίνει «Αγάπη Χ 6» αφού είχε μπει στη ζωή μας η Ουρανία – δεύτερο όνομα και πράγμα, αφού επρόκειτο για «θεόσταλτο» πλάσμα ακόμη και για μένα, που πιστή δε με λες…).

Η Μπιμπή και ο Δήμος απέκτησαν την κόρη τους όταν εγώ ήμουν 10 ετών και ο κύκλος φροντίδας και αγάπης διευρύνθηκε. Η μητέρα μου μάθαινε στη νέα μάνα τα κόλπα κι εγώ ένιωθα σαν να είχα αποκτήσει το αδερφάκι που για χρόνια ονειρευόμουν… Απίστευτη χαρά και ενθουσιασμός… Άλλη μια δυνατή εμπειρία για μένα που έβλεπα στην πράξη ότι η αγάπη δε γεννιέται αλλά γίνεται, αρκεί να το θέλεις πολύ και να είσαι συνειδητοποιημένος. Όπως της έλεγε κάθε βράδυ που την έβαζε για ύπνο, από ημερών, η Μπιμπή δεν έφερε στον κόσμο την Ουρανία από την «κοιλίτσα» της, αλλά από την «καρδούλα» της. Την πρώτη φορά που το άκουσα, μαγεύτηκα… Ήξερα τα περί υιοθεσίας - άλλωστε ήμουν εξοικειωμένη με την έννοια παρά το νεαρό της ηλικίας μου - αλλά δεν είχα ακούσει καλύτερη περιγραφή, ούτε γνώριζα κάποιον τόσο έτοιμο να το μοιραστεί εξαρχής…

Η Jojoba (χαϊδευτικό που της έβγαλε η Πιτσούλα, εμπνευσμένη από μια διαφήμιση) έγινε το κέντρο του μικρόκοσμού μας. Η μάνα μου την έκανε μπάνιο κάθε βράδυ και όταν «ξεπετάχτηκε» λίγο εγώ της έδινα το γάλα της πριν κοιμηθεί, ενώ είχα οικειοθελώς αναλάβει και χρέη «τσεκαδόρου», διότι η τεχνολογία δεν είχε ακόμη θέσει στη διάθεσή μας αυτά τα ματζαφλάρια τύπου walkie talkie για να ακούς αν αναπνέει το μωρό σου εξ αποστάσεως (μεγάλη εφεύρεσις)... Όπως ήταν αυτονόητο, προστέθηκαν και τα παιδικά πάρτι στο ετήσιο πρόγραμμα!!! Μετά από τόσα χρόνια, έχω μείνει με την αίσθηση πως κάθε 15 μέρες όλο και κάποια γιορτή γινόταν στης Μπιμπής, ενώ για μένα «κάθε μέρα ήταν γιορτή», μέχρι που άρχισα να κάνω και τα δικά μου πάρτι / συγκεντρώσεις, όχι με την ίδια συχνότητα, αλλά σίγουρα με την ίδια και περισσότερη ένταση…

Μια χρονιά, πήγαινα πρώτη ή δευτέρα γυμνασίου, είχα καλέσει 4-5 φίλες μου για να αράξουμε χαλαρά, να τα πούμε, να δούμε βίντεο κλιπ στο νεοφερμένο τότε MTV, να τσιμπήσουμε τίποτα κλπ. Μέσα σε λιγότερο από μια ώρα, χοροπηδούσαμε στον αέρα, τραγουδούσαμε, σχεδόν με στριγκλιές, και γελάγαμε τόσο δυνατά που στην πολυκατοικία νόμιζαν ότι είχα καλέσει 50 άτομα… Όταν ο Δήμος χτύπησε την πόρτα για να φωνάξει τον Γιωργούλη να δουν αγώνα «από ’κει», έμεινε άναυδος που αντίκρισε μόνο μια χούφτα πιτσιρίκες… Αχ, ρε Bon Jovi εκτεθήκαμε!!!   

Γύρω στο ’90, οι φίλοι μας, στο πλαίσιο «εξασφάλισης» της κόρης τους και ακολουθώντας την τάση της εποχής λόγω ευνοϊκών συνθηκών, πήραν την απόφαση να αγοράσουν σπίτι κι επειδή το Παλ. Φάληρο ήταν αρκετά ακριβό, μετακόμισαν στα «ανερχόμενα» Μελίσσια. Ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μία χαρά που τόσο αγαπημένα πρόσωπα πραγματοποιούσαν ένα ακόμη όνειρο κι από την άλλη βαθειά στενοχώρια που χάναμε μέρος της οικογένειάς μας… Νομίζω ότι αυτή η απώλεια ήταν από τις μεγαλύτερες που είχα βιώσει μέχρι τότε, διότι ναι μεν μας χώριζαν μερικά μόνο χιλιόμετρα, αλλά για κάποιον στην ηλικία μου που δεν οδηγούσε, η απόσταση έμοιαζε πολύ μεγαλύτερη… Φυσικά και δεν χαθήκαμε. Φυσικά και με την πρώτη ευκαιρία πηγαινοερχόμασταν Παλ. Φάληρο – Μελίσσια στο χαλαρό, αλλά η κοινή μας καθημερινότητα ανήκε στο παρελθόν…

Κάποια χρόνια μετά συνειδητοποίησα, με βίαιο τρόπο, ότι αυτό αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε, ακόμη κι αν συνεχίζαμε να μένουμε στον ίδιο όροφο… Εγώ μεγάλωνα και την «έκανα» σιγά-σιγά, οι υποχρεώσεις αυξάνονταν ή απλώς φαίνονταν πιο «βαριές» οπότε, κατά συνέπεια, τα πηγαινέλα μειώθηκαν, η Jojoba άρχισε σχολείο και η Μπιμπή δούλευε πιο πολύ από ποτέ, διότι ο χώρος της περνούσε «κρίση» (ανάθεμα αυτές τις κρίσεις!!!). Παρόλα αυτά, η τηλεφωνική επικοινωνία ήταν σχεδόν καθημερινή και η αγάπη, αγάπη!!!

Τα Χριστούγεννα του 1994 γύρισα μετά από τους πρώτους 3 μήνες στην Αγγλία για να μάθω ότι η Μπιμπή είναι σοβαρά άρρωστη, να τσακωθώ άσχημα με την Πιτσούλα που δε μου είχε πει τίποτε στο τηλέφωνο (πόσο κακή συνήθεια να σε «προστατεύουν» ερήμην σου λες και είσαι ανήλικο) και να κατέβω την επόμενη μέρα σαν τρελή τις σκάλες για να τη συναντήσω στην είσοδο του σπιτιού (είχαμε μετακομίσει πριν ένα χρόνο) για να ανεβούμε τον ένα όροφο μαζί, αργά, διότι δεν υπήρχε ασανσέρ και το ότι είχε έρθει να με δει ήταν από μόνο του υπέρβαση (και υπερβολή)… «Μόνο για σένα, ρε άτιμη…» μου είχε πει κι εγώ την κοιτούσα σαν αποχαυνωμένη και από μέσα μου καταριόμουν θεούς και δαίμονες που πήραν την ενέργεια από αυτό το κορμί και άφησαν τη λαχτάρα στα σπιρτόζικα μάτια να υποφέρει… Υπέροχο βράδυ… Γλυκό, όπως πάντα κοντά της, και με γέλια παρά τον πόνο… Έτσι τα ξόρκιζε αυτά!!!

Αυτή ήταν η τελευταία φορά που ειδωθήκαμε, διότι παρά τις αυστηρές υποδείξεις / οδηγίες των γιατρών, η Μπιμπή αρνήθηκε να σταματήσει να «ζει» για να ζήσει…

Όσο άντεχε συνέχιζε να κάνει ότι και πριν, από πείσμα, από άρνηση, από έλλειψη επιλογών… Δεν έχει σημασία… Σημασία έχει ότι οι τελευταίες της στιγμές / εικόνες ήταν σε μια αγαπημένη της παραλία, ενώ έπρεπε πλέον να τις βλέπει μόνο σε καρτ ποστάλ.

Δε θα περιγράψω πως ένιωσα… Δεν περιγράφεται…

Η Πιτσούλα ήταν για χρόνια «θυμωμένη» μαζί της που «πήγε γυρεύοντας», ο Γιωργούλης έχασε τη μικρή του αδελφή (μα πόσο έμοιαζαν σε κάποια πράγματα) και το κενό έμεινε κενό, ακόμη και μετά από περίπου 20 χρόνια…

Όταν αντέχουμε να το συζητήσουμε, ή όταν η σκέψη μου γυρνάει εκεί, επαναλαμβάνω πάντα σαν mantra (δε γράφω «μάντρα» για προφανείς λόγους) ότι ήταν σαν να το ήξερε και να το περίμενε όλη της τη ζωή. Για αυτό ζούσε τόσο έντονα την κάθε στιγμή και δεν άφηνε λεπτό να πάει χαμένο… Μας γέμισε αναμνήσεις για δυο ζωές και θέλω να πιστεύω ότι έφυγε ικανοποιημένη που δεν άφησε πολλά πράγματα για «αύριο»… Ακόμη και για το πλάσμα της, τα είχε φροντίσει όλα – ότι σημαίνει αυτό το «όλα» χωρίς την παρουσία της…  
 

 
.....................................................................................................................

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΙΝΩ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΩ...


1980: Παιδίατρος!!! Αγαπώ πολύ τα παιδιά (ως μοναχοπαίδι ή απλώς "just because"), οπότε τι καλύτερο;;; Δάσκαλος άλλωστε δε μου πάει με τίποτα!!!

1985: Χορεύτρια και Παιδίατρος… Εκτός από τα παιδιά, αγαπώ και το χορό… Πολύ!!! Όταν δεν κοιμάμαι και δεν είμαι στο σχολείο, απλά δε σταμάταω...

1990: Παιδίατρος;;; Με τέτοια απόδοση και δυνατότητες, γιατί όχι;;; Μπορείς!!! (Θέλεις;;;)

1992: Χμμμ… Δικηγόρος ή κάτι σε Τουριστικά Επαγγέλματα ή Παιδίατρος (αφού το λέω από 5 ετών, κάτι θα σημαίνει… πέραν της μεγάλης μου αγάπης για τα παιδιά…). Μια έκφραση μεταξύ απορίας και ανησυχίας στο πρόσωπο του Γ.

1993 (Αρχές): Σίγουρα όχι Παιδίατρος, αλλά ούτε και Δικηγόρος… Τα Τουριστικά έχουν γίνει «μόδα», οπότε ούτε αυτό… Ας σπουδάσω κάτι πιο «φευγάτο» και βλέπουμε!!!

1993 (Τέλη): Θα σπουδάσω Πολιτικές Επιστήμες με Ευρωπαϊκή κατεύθυνση… δεν υπάρχει (ακόμη) στην Ελλάδα, οπότε θα έχει «γκραν σουξέ»… άσε που θα ψαχτώ για Βρυξέλλες- Επιτροπή, Συμβούλιο και τα συναφή… Θα κάνω κι ένα μεταπτυχιακό στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Ποιός με πιάνει!!! Γουστάρω τρελά την ιδέα της "Ενωμένης" Ευρώπης (τρομάρα μου - δικαιολογήστε μου το νεαρό της ηλικίας) χωρίς σύνορα (δις τρομάρα μου), ανοιχτή σε όλες τις προοπτικές (στις τρεις καίγεσαι - τρομάρα σου)!!!

1994: Βαλίτσες για Αγγλία… Μεγάλο «σχολείο» γενικώς!!!

1998: Βαλίτσες και βόρεια για μεταπτυχιακό… Μακράν η καλύτερη χρονιά στην Αγγλία!!!

1999: Αίτηση για «stage» στις Βρυξέλλες (δις)… Τζίφος (δις)… Απότομη προσγείωση!!! Ρε, κι εκεί πρέπει να έχεις άκρες; Εγώ που νόμιζα ότι μόνο στο Ελλάντα απουσιάζει η αξιοκρατία!!!

1999 (Οκτώβριος): Επιστροφή στο Ελλάντα…  Αρχίζει το «ψάξιμο» μαζί με την «προσαρμογή» στην οικογενειακή εστία… Το internet είναι το βασικό μου «εργαλείο». Όπου υπάρχει ο όρος «Ευρωπαϊκός» ή «Διεθνής» στέλνω βιογραφικό… Παράλληλα, υποβάλλω τα χαρτιά μου για «αναγνώριση» από το ΔΙΚΑΤΣΑ ( ΜΑ ΠΟΣΟ ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ!!!).

2000: Ήδη 5-6 μήνες ψάξιμο. Αποστολή πάνω από 50-60 βιογραφικών (ταχυδρομικώς)… 5 αρνητικές απαντήσεις από Υπουργεία (ΝΑΙ, έστειλα ΠΑΝΤΟΥ) και 5 απαντήσεις για «stage» αλά Ελληνικά – δηλ. «Έλα χωρίς μισθό να σε εκπαιδεύσουμε και βλέπουμε…». Τελικά, προκύπτει μια ενδιαφέρουσα πρόταση (χωρίς μισθό βέβαια)… Δέχομαι, φυσικά!!! Ξεκινάω…

2000 (Μάιος): Τηλεφώνημα για συνέντευξη από ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ!!! Έψαχναν να βρούνε «ποιανού είμαι» γι’ αυτό δεν είχαν καλέσει νωρίτερα… Πηγαίνω για να δουν τον «εξωγήινο» που έστειλε βιογραφικό ταχυδρομικώς σε Γεν. Γραμματεία Υπουργείου… Το σύμπαν συνωμοτεί και δέχομαι πρόταση για δουλειά, με μισθό!!! Ξέρω, είναι δύσκολο να το πιστέψετε και μάλλον οι περισσότεροι δε θα το πιστέψετε (όπως και το 90% των φίλων και συγγενών), αλλά όντως με προσέλαβαν χωρίς να έχω κανένα «βύσμα» ή «δόντι» ή «άκρη» !!! Ρε είδες το Ελλάντα;;; Μήπως το είχα παρεξηγήσει;;; Μπα, ο τύπος ήταν μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις και δε μάσησε να αφήσει έξω τους «συστημένους» για να μου δώσει μια ευκαιρία… και δεν είμαι ξανθιά ούτε κατά διάνοια!!!

2001 (Οκτώβριος) : Η «ομάδα» (πλέον) είναι ευχαριστημένη μαζί μου και μου προτείνει μια νέα θέση στο νέο Υπουργείο που θα αναλάβει… Φουλ Ελληνική Προεδρία της Ε.Ε.!!! Μοναδική εμπειρία… αν και απίστευτο ξεζούμισμα… Ευτυχώς, είχα την τύχη να γνωρίσω 5-6 εξαιρετικούς ανθρώπους – το υπόλοιπο περιβάλλον, ήταν επιεικώς απαράδεκτο… Οι φόβοι μου για το Δημόσιο επιβεβαιώνονται…

2004: Αλλαγή Κυβέρνησης… Έχω «χαρακτηριστεί», οπότε αν και κάποιοι «μόνιμοι» θα ήθελαν να με κρατήσουν με το νέο σχήμα, δεν μπορούν διότι αυτές οι θέσεις είναι «πολιτικές»… Προκύπτει πρόταση για την Εμπορική Τράπεζα. Με γνωρίζουν πλέον οι «κύκλοι» (στους οποίους δεν ανήκα ποτέ στην πραγματικότητα) και με φέρνουν σε επαφή…

2004-2006: Η Μαύρη Εποχή. Καταλαβαίνω γιατί αποκαλούν τις Τράπεζες «Ιδρύματα». Όλα τα συμπλεγματικά άτομα μαζεμένα, με απειροελάχιστες εξαιρέσεις… Ήδη μετά τους 3 πρώτους μήνες αρχίζω να ψάχνω για κάτι άλλο… ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ!!! Εντός, εκτός, παντού!!!

2006 (Μάιος): Φίλος και μέντορας, επί εποχής «Υπουργείου», μου αναφέρει ότι μεγάλη Ελληνική πολυεθνική ψάχνει κόσμο για την εμπορική της επέκταση στο εξωτερικό. Με ρωτάει αν με ενδιαφέρει ώστε να τους δώσει το βιογραφικό μου (εκείνον κάλεσαν, αλλά είχε άλλα σχέδια - και καλά έκανε) και η απάντηση χωρίς δεύτερη σκέψη είναι «ΝΑΙ»!

2007 (Αρχές): Μέσα σε 6 μήνες περνάω από τις «Πωλήσεις» στη «Διαχείριση Έργων» χωρίς να το καταλάβω... Εγκατάσταση στη Μαδρίτη, επίσης χωρίς να το καταλάβω… Ενδιαφέρουσα εμπειρία… Μου άρεσε πολύ η Μαδρίτη (από το 1997 που πήγα για ένα χρόνο στο πλαίσιο των σπουδών μου), αλλά εκείνη την περίοδο πράγματι την ερωτεύτηκα…

2009 (Τέλη): 3 χρόνια μετά, ήρθε η στιγμή να αναχωρήσω από τη Μαδρίτη, χωρίς σαφές πλάνο… κι ενώ οι κούτες με τα πράγματά μου είναι ακόμη καθοδόν για Αθήνα, προκύπτει το Μαρόκο!!! Τι;;; Πώς;;; Πού;;;

2010 (Αρχές): Η συμμετοχή μου στο «έργο» θα είναι για 6 μήνες (δηλ. για τουλάχιστον 9-10) – όσο διαρκεί το «στήσιμο»… Τρελή δουλειά. Τρελή κατάσταση. Τρελή ομάδα. Σούπερ!!!

2010 (Οκτώβριος): Πρόταση να αναλάβω τη διεύθυνση της νεοσυσταθείσας εταιρείας. Χμμμ… Ενδιαφέρον… Πολλή πίεση, αλλά και πολύ καλή εμπειρία… Σκέψου το μέλλον!!! Μη σκέφτεσαι το οικονομικό… Θα φτιάξει κι αυτό μόλις «δείξεις έργο»!!! Άλλωστε δεν είναι το μόνο που μετράει… (Τί ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω;;;)

2013 (Απρίλιος): Ακόμη πιο πολλή πίεση. Σχεδόν καθόλου κοινωνική ζωή. Τα χρήματα όχι μόνο δεν έχουν αυξηθεί, αλλά είναι και λιγότερα (η «κρίση» βλέπεις!!!) κι εγώ αναρωτιέμαι πού θέλω να βρίσκομαι τα επόμενα χρόνια (για την ακρίβεια, τους επόμενους μήνες, αλλά ας είμαστε «ρεαλισταί – τί κι αν υπήρξαμε ερασταί», που λέει και το λαϊκό άσμα!!!).

Έχω πλήρη συνείδηση ότι δεν είναι εδώ η ζωή που θέλω να ζήσω και κάνω ασκήσεις θάρρους και ψυχραιμίας στον εαυτό μου για να μην παρασυρθώ από το «συναίσθημα», αλλά, όπως πάντα, να επικρατήσει η λογική… Δε θα αναφερθώ καν στο γαμημένο το φιλότιμο γιατί θα με πείτε γραφική και με το δίκιο σας!!!

Μια από αυτές τις μέρες, θα ξυπνήσω και θα είμαι εγώ πρώτη στη λίστα με τις εκκρεμότητες και θα επαναπροσδιορίσω τί θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω...

Μέχρι να έρθει εκείνη η μέρα, αρκούμαι απλώς στο να ξυπνάω…

Δεν ανησυχώ…
«Τ’ αγριογούρουνο αντέχει» (Πολύ!! Αρκεί να μην «καεί» εν τω μεταξύ)!!!

[Ξέρω!!! Το άσμα λέει «αγριολούλουδο», αλλά αυτή είναι διασκευή εξ Αγγλίας…
Αμέσως να με κράξετε!!!]
 
ΑΝΤΕ ΒΡΕ, ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ & ΚΑΛΑ ΚΡΑΣΙΑ!!!

 
 
Υ.Γ.1 Αυτή η ερώτηση (τίτλος) πρέπει να απαγορευτεί δια ροπάλου. ΤΕΛΟΣ!!!
Υ.Γ.2 Μην φανταστείτε ότι ξύπνησα με τη σκέψη να μοιραστώ, έστω και με αυτό τον αλλόκοτο τρόπο, το βιογραφικό μου. Αφορμή υπήρξε πρωινή "κουβέντα" με πολύ αγαπημένο φίλο που "χτύπησε φλέβα" (η κουβέντα, όχι ο φίλος)...
Υ.Γ.3 I will make the rest of my life, the best of my life... άλλο πρωινό "καμπανάκι"... Πάμε όλοι μαζί!!!
 
 
.........................................................

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

ΑΓΑΠΗ Χ 3 (ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ)


Όταν ήμουν πλέον 4-5 ετών (για να επανέλθω στο 1980), ο Γιώργος είχε πάρει την απόφασή του. Η Πίτσα είχε δηλώσει τη σύμφωνη γνώμη της και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στο Παλαιό Φάληρο («κυριλέ» νότιο προάστιο, που παρά τα όσα του έχω καταλογίσει κατά καιρούς, δεν παύει να είναι το μέρος όπου μεγάλωσα και που αγαπώ πολύ – άλλωστε η περιοχή είναι εξαιρετική και, πέραν των νεόπλουτων, είχα την τύχη να γνωρίσω πολλούς ανθρώπους που θα «έγραφαν» μέσα μου για πάντα, με πρώτες και καλύτερες τις κολλητές  / αδελφές μου που είναι σαν την ΙΟΝ Αμυγδάλου, «πρώτες μου αγάπες και παντοτινές»). Το καινούργιο μας «σπίτι» είναι κατά 20τ.μ. μεγαλύτερο από το «Παγκράτι», όσο χρειάζεται δηλαδή για να έχω δικό μου δωμάτιο με ολοκαίνουργια έπιπλα (ενθουσιασμός)!!!

Μακριά από οτιδήποτε οικείο και χωρίς να έχω πλήρη επίγνωση του επαγγέλματος του πατέρα μου ως τότε, εκτός του ότι πήγαινε «στο γραφείο» κάθε πρωί (απ’ όπου με έπαιρνε κάποιες φορές τηλέφωνο και με έβαζε να απαγγέλω ποιήματα στους συναδέλφους του – είμαστε μεγάλα νούμερα οικογενειακώς, το είπαμε), έμαθα, χωρίς να κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στο παιδικό μου μυαλό, ότι από εδώ και στο εξής έχουμε δικό μας «φούρνο» – όχι ηλεκτρικό, κουζίνας, αλλά από αυτούς που τότε καίγανε μαζούτ…

Ναι, ο Γιωργούλης είχε αποφασίσει στα 40 του χρόνια να γίνει φούρναρης, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα!!! Η ειρωνεία της επιλογής είναι μεγαλύτερη αν σκεφτεί κανείς ότι ο πατέρας μου δεν τρώει ούτε τηγανιτές πατάτες με τα χέρια (αντικείμενο ανελέητου πειράγματος από εμένα και τη μάνα μου), διότι θέλει πάντα να τα «νιώθει» καθαρά… Άραγε πόσο είχε σιχτιρίσει με το υπαλληλίκι που το άντεξε κι αυτό μέσα σε όλα τα άλλα!!!

Ο Γιώργος έχασε 15 κιλά μέσα σε 3 μήνες, ξύπναγε στις 2-3 το πρωί και κοιμόταν στις 10 το βράδυ, προσέλαβε έναν έμπειρο αρτεργάτη που έπαιξε και το ρόλο του «δασκάλου» του και σε 2-3 χρόνια είχε στήσει πλέον ένα καλό μαγαζί, με αυξανόμενη πελατεία… Η Πίτσα, σε αντίστοιχους ρυθμούς, ξύπναγε στις 5 για να μαγειρέψει (έπρεπε να τρώνε κιόλας, κι αν όχι οι ίδιοι, «το παιδί»!!!) και από τις 7-7:30 αναλάμβανε «υπηρεσία»… Όχι επειδή είναι γονείς μου, αλλά η τιμιότητά τους (για την οποία πολλές φορές αυτοσαρκάζονται, λέγοντας πως είναι οι «μαλάκες» της σημερινής εποχής κι έκαναν ένα παιδί ίδιο… που είναι γεγονός), η ευγένεια, η σοβαρότητα και το αυθεντικό τους χαμόγελο, τους έκαναν ιδιαίτερα αγαπητούς στη γειτονιά, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.

Ευτυχώς, πρόλαβε η γλυκιά γιαγιά μου, εκείνη που μου μάθαινε τα ποιήματα που απήγγειλα από το τηλέφωνο και ήθελε ο γιός της να φοράει γραβάτα (ειρωνείας συνέχεια, ο Γιωργούλης σιχαίνεται τις γραβάτες), να δει ότι αυτή η απρόσμενη επιλογή του, τελικά, μάλλον ήταν «για καλό». Τόση επίγνωση της νοοτροπίας, στην οποία πήγε κόντρα, είχε ο πατέρας μου, που είχε ανακοινώσει την απόφασή του στην οικογένειά του στο χωριό, αφού πλέον είχε «κλείσει» το μαγαζί και δεν υπήρχε δρόμος προς τα πίσω… Κόντρα στο «κατεστημένο» της ανατροφής του – μεγάλη υπόθεση!.. Το σοκ και δέος που λέγαμε…

Η γιαγιά πέθανε ήσυχα, με ένα χαμόγελο όπως τη θυμάμαι πάντα, Πρωταπριλιά του 1983 (μοιάζει, σαν χτες, που νομίζαμε ότι μας έκαναν κακόγουστο αστείο όταν μας τηλεφώνησαν για να μας ενημερώσουν) και μόνο τώρα, που γράφω αυτές τις γραμμές, συνειδητοποιώ ότι έχουν περάσει ακριβώς 30 χρόνια... Αυτό κι αν είναι ΣΟΚ!!!

Φούρναρης λοιπόν ο απόφοιτος της Παντείου… Φουρνάρισσα η δημόσιος υπάλληλος… Κόρη «αρτοποιού» εγώ! Μέχρι να τελειώσω το δημοτικό αυτό απαντούσα όταν με ρωτούσαν τι δουλειά κάνει ο πατέρας μου… Πόσο γελάω όταν το θυμάμαι, ειδικά την έκφραση των συμμαθητών μου, που δεν είχαν ιδέα τι σημαίνει «αρτοποιός», αλλά μόνο κάποιοι είχαν τολμήσει να ζητήσουν διευκρινίσεις… Στα 12-13 άρχισε να πήζει ο εγκέφαλός μου, πέταξα το σχετικό κόμπλεξ και γέλαγα δυνατά όταν μου έκαναν το «αστείο» της εποχής «Ζαχαροπλάστης είναι ο μπαμπάς σου;;;»… Φούρναρης ρε και με μουστάκι!!!

Τα πρώτα 7-8 χρόνια, ο φούρνος αποτελούσε για μένα σημείο αναφοράς… Περνούσα για ένα «γεια» το πρωί, περνούσα για ένα άλλο «γεια» το μεσημέρι πριν πάω σπίτι, άλλες φορές καθόμουν και λίγο, πολλές φορές έπαιρνα γλειφιτζούρια, γαριδάκια και άλλες αηδίες και τις μοίραζα στους φίλους μου ή σε όποιο παιδάκι συμπαθούσα («Αγάπη μου θα το ρίξουμε έξω το μαγαζί… Χαλαρά με τα κεράσματα!!!» μου έλεγαν οι γονείς μου, αλλά που να καταλάβω εγώ τι εννοούσαν – αφού ήταν στο μαγαζί μας, ήταν τσάμπα!!!)…

Μεγάλωνα μαζί με το μαγαζί, χωρίς συνεχή επίβλεψη, γεγονός που με έκανε να νοιώθω «μεγάλη» (και σίγουρη σαν την Interamerican)… Η μάνα μου κάποια στιγμή στα 15 μου, μου εκμυστηρεύτηκε ότι αισθανόταν η πιο κακιά μάνα του κόσμου, διότι μεγάλωσα «με τον αυτόματο»… Πού να ήξερε πόσο υπέροχη δουλειά είχε κάνει και πόσο καλό μου έκανε αυτή η πρώιμη ανεξαρτησία. «Ποιότητα ρε μάνα», ποιότητα στην επικοινωνία και την επαφή χρειάζεται και όχι «ποσότητα», της έλεγα πάντα και ελπίζω να έχει πειστεί πια…

Αλήθεια, δεν το λέω για παρηγοριά, ούτε ως δικαιολογία. Το εννοώ!!! Νομίζω ότι οι ατελείωτες συζητήσεις που έχω κάνει με τον Γιωργούλη σε στιγμές χαλαρότητας, είναι ότι καλύτερο μου έχει προσφέρει (και δεν έχει προσφέρει λίγα, γενικώς), μαζί με το διάβασμα των τίτλων της εφημερίδας, όταν ήμουν 3-4 ετών και ξάπλωνα δίπλα του το μεσημέρι για «να διαβάσουμε, μέχρι να μαζέψει η μαμά τα πιάτα»… Η «μαμά», που ο ελληνικός καφές κάποια απογεύματα μαζί της στην κουζίνα θα αποτελεί πάντα την προσωπική μας «ιεροτελεστία»… ΟΚ, μην φανταστείτε ότι είμαστε η τέλεια οικογένεια των τηλεοπτικών σήριαλ, φυσικά και έχουν πέσει ηρωικοί καυγάδες όλα αυτά τα χρόνια - ευτυχώς, όμως, δεν πέσαμε θύματα τους εμείς - οπότε για εμένα, όντως, είμαστε τέλειοι, όπως και να’ χει…

Δεν έτρεχε τίποτα που σε άλλα πολλά ήταν απόντες, δε με πείραξε ποτέ… Αντιθέτως, μου άρεσε που μου είχαν εμπιστοσύνη κι ας ήταν για εκείνους αναγκαίο κακό. Άλλωστε μου φαινόταν πολύ γελοία (όπως και στους ίδιους τους γονείς μου) η συμπεριφορά κάποιων full-time μαμάδων που το μόνο που κατάφερναν ήταν να σπάνε τα νεύρα των παιδιών τους, αλλά και των υπολοίπων… Τί έγινε που δεν έρχονταν στο σχολείο να ρωτήσουν για την «πρόοδο» μου και να παραλάβουν τον έλεγχο; Τί έγινε που δεν μπορούσαν να παρευρεθούν σε σχολικές γιορτές και λοιπές εκδηλώσεις; Τί θα γινόταν αν ήταν περισσότερο «κοντά μου» με την αυστηρά κυριολεκτική έννοια της λέξης; Τίποτα.

Τα «Σιαμαία» ήταν και είναι πάντα τόσο παρόντες στα σημαντικά και αυτό είναι που μετράει τελικά, αυτό είναι το μόνο που μετράει!!!

………………………

Ήμουν τυχερή, πολύ τυχερή… Είχα αγάπη, φροντίδα και έλεγχο (εκτός από προδέρμ). Διότι το ότι ήμουν αρκετά πιο ανεξάρτητη από άλλα παιδιά της ηλικίας μου δε σήμαινε ότι έκανα κι ότι ήθελα… Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα – σε όλα υπήρχε μέτρο. Μοναχοκόρη μεν, «δε θα την κάνουμε κωλόπαιδο» δε… Αυτή ήταν η κοινή γραμμή πλεύσης, σε συνδυασμό με την τακτική του καλού - κακού μπάτσου (εναλλάξ) και του «μια στο καρφί και μια στο πέταλο».

Σε αυτό το πλαίσιο, όταν έφτασα σε ηλικία που μπορούσα να φτάνω τα ψηλά ράφια του «πάγκου» και να δίνω ρέστα, άρχισα να βοηθάω στο μαγαζί κάθε Σάββατο… αργότερα να το «κρατάω» μόνη μου τα καλοκαιρινά απογεύματα και, όταν άρχισα να οδηγώ, έκανα και διανομές – ήταν πια αρχές του ’90, οπότε το «επάγγελμα» είχε απελευθερωθεί και οι φούρνοι προμήθευαν τη «νέα τάξη πραγμάτων» που ήταν τα πρατήρια (αν και γνωστός αθυρόστομος ο Γιωργούλης, τα μπινελίκια που έχει ρίξει στον Α. Ανδριανόπουλο, τότε Υπουργό Ανάπτυξης, δε νομίζω ότι τον έχω ακούσει να τα ρίχνει ποτέ ξανά σε κανέναν).

Όλα αυτά όταν οι συνομήλικοί μου έκαναν 3 μήνες διακοπές το καλοκαίρι και ατελείωτες βόλτες Χριστούγεννα και Πάσχα, εποχές που για το μαγαζί ήταν «κόλαση»… Απίστευτη δουλειά, ατελείωτες ώρες, ασύλληπτη κούραση… Η λέξη «ρεβεγιόν» μας ήταν άγνωστη, αφού τελειώναμε τη δουλειά στις 10 το βράδυ (ο πατέρας μου έκλεινε 24ώρο όρθιος), και γι’ αυτό, μέχρι και σήμερα, το «εορταστικό» τραπέζι γίνεται μεσημέρι Χριστουγέννων και ανήμερα Πρωτοχρονιάς (η δύναμη της συνήθειας). Ομολογώ ότι, αν και συχνά αναπολώ με γλύκα εκείνη την εποχή, τότε ένιωθα πολύ «αδικημένη» σε σχέση με τις φίλες μου και ευχόμουν να είχε παραμείνει ο πατέρας μου υπάλληλος, ώστε να μη χρειάζεται βοήθεια και να μην ταλαιπωρείται έτσι (ούτε αυτός, ούτε εγώ…). Κούνια που με κούναγε!!!

«Αν δεν ήταν ο φούρνος, δεσποινίς, πολλά πράγματα θα ήταν αλλιώς και όχι με την καλή έννοια...» (φώναζε το υποσυνείδητο), διότι για πάνω από 20 χρόνια (τα μισά από αυτά «ρόδινα») «αυτός σε ζούσε»… Σωστό, σωστότατο!!! Μόνο που στην εφηβεία θεωρείς τόσα πράγματα δεδομένα και τόσα άλλα δικαίωμά σου, που είναι δύσκολο να σκεφτείς με αυτό τον τρόπο. Λίγα χρόνια μετά, τα βλέπεις όλα από άλλο πρίσμα, εκτιμάς αυτό που σου προσφέρεται απλόχερα και χαίρεσαι ενδόμυχα που συμμετείχες ενεργά στην προσπάθεια των ανθρώπων που «ζουν και αγωνίζονται για σένα». Προς αποφυγή του μελό, οφείλω να πω ότι οι λέξεις φέρουν την κυριολεκτική τους έννοια και με το παραπάνω… ΖΩΗ & ΑΓΩΝΑΣ => ΑΓΩΝΑΣ ΖΩΗΣ… χωρίς καμία διάθεση υπερβολής, αυτό ήταν…

 

Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

ΑΓΑΠΗ Χ 3 (ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ & ΚΑΤΙ...)


Την εποχή που ο Γιώργος απομακρυνόταν αργά και σταθερά από το χωριό του, την αγροτική ζωή και, κυρίως, τις βαθειά ριζωμένες πεποιθήσεις της επαρχίας, η Πίτσα (από το Καλλιόπη) που ενίοτε άκουγε και στο Πόπη, Καλή, Κάλλη και όποιο άλλο υποκοριστικό του υποκοριστικού, με κορυφαίο το «Πιτσί» (για την πολύ κλειστή οικογένεια), μεγάλωνε μεταξύ Αθήνας και Περάματος, στην αυστηρή οικογένεια ενός χτίστη, κι αργότερα μικρο-εργολάβου, από την Ανάφη, ο οποίος  βρέθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό (βεβαίως βεβαίως) κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αφήνοντας γυναίκα και δύο παιδιά (το Πιτσί νεογέννητο), για να επανέλθει στις οικοδομές αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου και να φέρει στον κόσμο ένα ακόμη κορίτσι… Παιδί «σάντουιτς» η Πίτσα, από τα πλέον συνεπή στο ρόλο που τους προσδίδουν οι «ειδικοί», μέχρι και σήμερα στα 70φεύγα της…

Παρά τη φτώχεια τους, οι γονείς της Πίτσας ήθελαν «τα καλύτερα» για τα παιδιά τους (κυρίως για τα κορίτσια τους, διότι ο πρωτότοκος είχε δείξει από νωρίς τον άστατο χαρακτήρα του, οπότε είχαν πάρει απόφαση ότι «δεν τον κάνουν καλά»), δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στην εκπαίδευσή τους, στέλνοντάς τα σε ιδιωτικό σχολείο, κάτι που κανένας στο «περιβάλλον» τους δεν επεδίωκε, αλλά ούτε καν σκεφτόταν, εκείνη την εποχή.

«Μπορεί να μην είχαμε να φάμε, αλλά εγώ έκανα το κουμάντο μου από τα λεφτά που έφερνε ο παππούς σου για το σχολείο της μαμάς σου και αργότερα της θείας σου – μη φανταστείς κανένα ποσόν! Ήμασταν νοικοκυραίοι και τα καταφέρναμε και με τα λίγα…» μου έλεγε η σούπερ γιαγιά μου στις εξομολογήσεις της και συνέχιζε… «Τι ήμανε μωρέ;;; Μια σταλιά παιδί ήμανε και κράταγα ολόκληρο σπίτι μοναχή μου… και σιγά-σιγά με τη βοήθεια της μάνας σου… δεν μπορώ να πω, αυτό μου το παιδί ήταν πολύ προκομμένο από μικρό… Ήμανε όμως σκληρή μάνα και ο παππούς σου αυστηρός. Ήταν η εποχή βλέπεις…» Μέσα από τις ιστορίες της γιαγιάς μου και κάποιες παλιές φωτογραφίες, έχω πολλές φορές φανταστεί το σπίτι τους και τη μάνα μου παιδί,  με ένα τεράστιο φιόγκο στα μαλλιά, να την παραλαμβάνει το σχολικό από την «παράγκα» τους στο Πέραμα, εκεί όπου έζησαν τα χρόνια που το «Παγκράτι» ήταν σε «ανακατασκευή» - Έργο Ζωής.

Ένα όμορφο, σοβαρό, «μετρημένο» κορίτσι, αρκετά «κλειστό» και ολίγον σνομπ… Αν ακούσεις την Πιτσούλα να περιγράφει τον εαυτό της, επαληθεύεται το πρόσφατο «πείραμα» γνωστής εταιρείας καλλυντικών, που παρουσιάζει πολύ εύστοχα πόσο διαφορετικά βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας σε σχέση με το πώς μας βλέπουν οι άλλοι… Το πείραμα έδειξε πόσο πιο αυστηρές είναι οι γυναίκες με την εμφάνισή τους, και γενικότερα με τον εαυτό τους, σε αντίθεση με το πόσο πιο «όμορφες» τις βλέπουν οι τρίτοι…

Έτσι και η μάνα μου.

Το γεγονός ότι δεν ταίριαζε με το «πρότυπο ομορφιάς» της εποχής της, που ήθελε τις γυναίκες με μεγάλη λεκάνη, πλούσιο στήθος και ίσια μαλλιά, αλλά ήταν πιο «δυτικών προδιαγραφών» (σπαστά, μάλλον ατίθασα, μαλλιά, μικρό στήθος και στενή λεκάνη – η Πιτσούλα θα είχε μεγάλο σουξέ στα ‘90s), σε συνδυασμό με τον καταπιεσμένο ερωτισμό της, λόγω ανατροφής και χαρακτήρα, την έκαναν να νιώθει λιγότερο «θηλυκό»…  Σε αυτό φαίνεται να συνέβαλε το ότι έκανε πάντα πολύ καλή παρέα με τα αγόρια, τα οποία τη σέβονταν και την αντιμετώπιζαν σαν «φιλαράκι» και όχι σαν εν δυνάμει «φιλενάδα» (ή, τέλος πάντων, αυτά λέει, αυτά σας λέω… διότι έχω σοβαρές αμφιβολίες).

Η Πίτσα τελειώνει το Γυμνάσιο και προσλαμβάνεται στο Επιτελείο, με άλλα λόγια «τακτοποιείται στο Δημόσιο» - γεγονός αρκετά αξιοσημείωτο εκείνη την εποχή. Όπως έπαιζε μικρή με τα αγόρια της γειτονιάς, έτσι βρίσκεται για άλλη μια φορά σε καθαρά ανδροκρατούμενο περιβάλλον, οπότε «στα νερά» της. Δεν έμαθα ποτέ και δε νομίζω ότι θα μάθω για τις σχέσεις της μάνας μου με το άλλο φύλο, πέραν των φιλικών… Σαν η ερωτική της ζωή να ξεκίνησε όταν γνώρισε τον πατέρα μου (κάποια στιγμή στην εφηβεία, την είχα στριμώξει να μου πει για καμιά «περιπετειούλα», αλλά το απέφυγε με το φλεγματικό χιούμορ της, πετώντας μου ένα «δεν υπήρχε άλλος πριν από τον μπαμπά σου» (το είδα το μειδίαμα, αλλά έκανα τη χαζή) και «είχα άλλες βλέψεις εγώ… δεν έριχνα τα μούτρα μου για τον πάσα έναν…». Δεν ήταν μόνο αυτό ρε Πιτσούλα! Ήταν που περίμενες να γνωρίσεις το άλλο κομμάτι του πάζλ, αυτό που φαινομενικά δε σου μοιάζει καθόλου, αλλά συμπληρώνει με ακρίβεια τα κενά για να ολοκληρωθεί η εικόνα… Η κοινή σας εικόνα…

Η Πίτσα γνώρισε το Γιώργο και ο Γιώργος την Πίτσα γύρω στο ‘71-72, στο πλαίσιο κοινής παρέας, και σε λιγότερο από ένα χρόνο παντρεύτηκαν. Μεγάλα παιδιά πια και οι δύο (είναι συνομήλικοι) ήξεραν τι ήθελαν και όταν το βρήκαν, δεν χρειάστηκε να το σκεφτούν πολύ… Ήταν «κατασταλαγμένοι» λένε με ένα στόμα, μια φωνή.

«Επαναστάτες» ή «άτυχοι» (ανάλογα πώς το βλέπεις), είχαν καβατζάρει τα 30 και δεν είχαν ακόμη κάνει οικογένεια, πράγμα που αποτελούσε, ειδικά για τις γυναίκες, «σκάνδαλο» στην Ελλάδα του '60 - '70… Περίεργο, ως εκ τούτου, ότι οι παππούδες μου δεν ασκούσαν πιέσεις στη «μεγάλη», παρόλο που η αδερφή της (5 χρόνια μικρότερη) είχε ήδη μια κόρη και πήγαινε για τη δεύτερη… Πολύ avant garde λέμε!!! [ή απλώς δεν τολμούσαν να της μιλήσουν, γιατί είχε πάντα - και έχει - τον τρόπο της να βάζει όρια, ακόμη και στον αυστηρό πατέρα της και στη «Στρατηγό» Μαργαρώ … Νο 1 «όπλο» της η «Θεραπεία της Σιωπής» (“The Silence Treatment” που λένε και στα εγγλέζικα, το οποίο τσακίζει νεύρα)…]

Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο διαμέρισμα – προίκα της Πίτσας και ξεκίνησε την κοινή του ζωή και την «ουσιαστική» γνωριμία του… Αν και από τα λεγόμενα, κυρίως της μάνας μου, είχαν αρκετές διαφορές και αντιθέσεις μεταξύ τους, αυτό που πάντα τους ένωνε, και τους ενώνει μέχρι σήμερα, πέρα από τη μεγάλη και ανιδιοτελή αγάπη του ενός για τον άλλο, ήταν ο σεβασμός και οι αμοιβαίες υποχωρήσεις, σε συνδυασμό με μεγάλες δόσεις λογικής κι ευαισθησίας (σε σύγχρονη Ελληνική βερσιόν)… Πάντα μου φαινόταν εντυπωσιακό πώς γίνεται και οι δύο να είναι «τέρατα λογικής» με αστείρευτη δύναμη ψυχής και μεγάλη καρδιά… Μαζί και ο καθένας χωριστά, εκτός του ότι με «κατέστρεψαν» (με έκαναν ίδια και απαράλλακτη σε Μοντέλο ΄90s για να υποφέρω), θα αποτελούσαν παράδειγμα «προς αποφυγήν» στον «Οδηγό Επιβίωσης στη Σύγχρονη Εποχή», Νεοελληνικές Εκδόσεις… αν υπήρχε).

Μετά από δυόμισι χρόνια γάμου και μια αποτυχημένη προσπάθεια, ο Γιώργος και η Πίτσα απέκτησαν μια κόρη (oui, cest moi!!!) και έγιναν, επιτέλους, «οικογένεια». Πάντα είχα ένσταση στον ορισμό της οικογένειας ως «άντρας-γυναίκα-παιδί», διότι θεωρώ ότι μπορεί κάλλιστα οικογένεια σου να είναι απλά ο άνθρωπος που αγαπάς, με ή χωρίς παιδί, εντός ή εκτός γάμου, άλλου ή ιδίου φύλου κλπ. - έχω και ζωντανά παραδείγματα, αλλά αυτή είναι μια άλλη κουβέντα. Στην ιστορία μας, οικογένεια σήμαινε «παιδί»!!! Άρα, ο ερχομός μου «ολοκλήρωσε» την εικόνα κι εγώ έγινα το κέντρο του κόσμου στα μάτια των γονιών μου…

[Στα δικά μου μάτια, όμως, αυτό που μοιράζονται αυτοί οι δύο άνθρωποι μεταξύ τους είναι πέρα και πάνω από εμένα. Σε δύσκολες στιγμές στο πρόσφατο παρελθόν, όταν προέκυψαν διαδοχικά προβλήματα υγείας και στους δύο, ένιωσα το «χάσιμο» στο βλέμμα αυτού που αγωνιούσε, τον πόνο και τον φόβο της απώλειας του άλλου… Περίεργο, αλλά, από τη μια, με τρόμαξε πολύ και, από την άλλη, μου άφησε ένα υπέροχο συναίσθημα, αυτή η αμοιβαία αφοσίωση του ενός στον άλλο… Τότε τους αποκάλεσα για πρώτη φορά «Σιαμαία»…]

Ο πατέρας μου θεώρησε πολύ θετικό οιωνό που η κόρη του γεννήθηκε το 1975, μετά την πτώση της Χούντας, στο ξεκίνημα των «μεγάλων αλλαγών» (γι’ αυτό τώρα του κοστίζει πολύ που η γενιά της καλείται να ζήσει μια κρίση για την οποία δεν την προετοίμασε κανείς). Ποιός να του έλεγε τότε ότι θα ζούσαμε μια φούσκα που θα μας έσκαγε στα μούτρα αργά ή γρήγορα… Δε βαριέσαι, εκείνος τότε το χάρηκε κι ας μην έκανε αγόρι, όπως επεβάλλετο, ούτε δίδυμα, όπως είχε πει ο γιατρός (η καζούρα που του έκαναν οι «ξύπνιοι» συγγενείς, για το φύλο, δεν τον άγγιζε πια – είχε αφήσει πίσω του, προ πολλού, πολλές από τις επαρχιώτικες αντιλήψεις, με τις οποίες μεγάλωσε, κι έμελλε να αφήσει κι άλλες, εν καιρώ)…

Το ζεύγος αγόρασε αυτοκίνητο, από τις «αποταμιεύσεις» της Πιτσούλας, η οποία είχε χρηστεί «οικονομικός διαχειριστής» της οικογένειας (έκαστος στο είδος του), διότι οι μετακινήσεις ήταν δύσκολες πλέον με ένα μωρό. Παράλληλα, άρχισαν να κάνουν σχέδια για το άμεσο μέλλον, αφού στο 2άρι στο Παγκράτι δεν υπήρχε χώρος ούτε για παιδικό δωμάτιο, ούτε για τα όνειρά τους…

Μην φανταστείτε τίποτε «όνειρα θερινής νυκτός», αλλά από αυτά τα άλλα, τα «ρεαλιστικά», που σε κρατάνε σε εγρήγορση και δίνουν νόημα και χρώμα στη ζωή…

…………………………

Η δική μου ζωή άρχισε σε ένα σπίτι που συνδύαζε μοναδικά τις ιδιωτικές στιγμές μιας πυρηνικής οικογένειας με τη στήριξη και την ενισχυμένη φροντίδα ενός εκτεταμένου οικογενειακού σχήματος, σε χαλαρή μορφή… Με λίγα λόγια, υπήρχε αγάπη χωρίς τον παραδοσιακό παρεμβατικό της χαρακτήρα. Μπορεί να μέναμε πάνω-κάτω με παππούδες και θείους, αλλά ο καθένας είχε το δικό του σπιτικό, το οποίο για εμάς τα παιδιά, φυσικά και έμοιαζε ένα, αλλά για τους ενήλικες υπήρχαν σαφή όρια…

Από εκείνο το ιδιαίτερο «κοινόβιο» θα θυμάμαι πάντα τα πρωινά που η γιαγιά μας τάιζε το καθημερινό αυγό (τότε δεν είχε ακόμη χαρακτηριστεί «επικίνδυνο» από τους παιδίατρους), βάζοντας μας και τις τρεις στη σειρά, κατά ηλικία, και δίνοντας μας διαδοχικά μπουκιές με το ίδιο κουτάλι (πόση αγωνία είχα επειδή νόμιζα ότι όντας τελευταία θα έτρωγα λιγότερο!).

Θυμάμαι τις φορές που όταν μια από τις τρεις κολλούσε κάποια παιδική αρρώστια, μας έβαζαν να κοιμηθούμε όλες μαζί για να κολλήσουμε και οι άλλες δύο και να «ξεμπερδεύουμε»… Τα μεσημέρια που περιμέναμε με αγωνία να γυρίσει ο πατέρας μου από τη δουλειά επειδή, κάθε μέρα, μας έφερνε ένα μικρό δωράκι (οι «Σπιρτούληδες» - κουκλάκια μέσα σε σπιρτόκουτο, για όποιον δεν γνωρίζει – ήταν το αγαπημένο μας, μέχρι που παραπονεθήκαμε ότι άρχισαν να επαναλαμβάνονται τα ίδια, οπότε ο «Αρβανίτης», έκοψε την καθημερινή συνήθεια μαχαίρι!!!). Τις απίστευτες τηγανιτές πατάτες της θείας μου, σχεδόν σε καθημερινή βάση… Τα παιχνίδια μας στην ταράτσα… Τις προσταγές της γιαγιάς «άνοιξε – μάσα – κατάπιε» για να φάω 3 μπουκιές φαί (τους έβγαζα την Παναγία, είναι γεγονός).

Τα Πάσχα στη Σαλαμίνα, όπου το σπίτι του παππού άνοιγε για όλους κι εμείς μαλώναμε ποιος θα σουβλίσει περισσότερη ώρα το αρνί (!!!) - αγαπημένη οικογενειακή παράδοση που, δυστυχώς, κόπηκε το 1986, μαζί με το νήμα της ζωής του παππού μου (είναι καταπληκτικό το πόσο έντονη ήταν η παρουσία του στη ζωή μου – στη ζωή όλων μας – που αν και «συνυπήρξαμε» μόνο 10 χρόνια, αυτά ήταν τόσο γεμάτα που μοιάζουν σαν μια ολόκληρη ζωή – ζωή με γεύση παγωτό καϊμάκι που ήταν η κοινή μας λατρεία)…  

Πολλά στιγμιότυπα, αμέτρητες εικόνες… Αναμνήσεις ανακατεμένες με περιγραφές τόσο ζωντανές που τις οικειοποιείσαι με τα χρόνια και δεν μπορείς πια να ξεχωρίσεις αυτά που όντως θυμάσαι από αυτά που νομίζεις ότι θυμάσαι, μέσα από λιγοστές φωτογραφίες και τις αμέτρητες διηγήσεις των μεγαλύτερων… Διηγήσεις με άρωμα γιασεμί…

Όπως και να έχει, ήταν υπέροχη η εισαγωγή μου στον κόσμο και την κρατάω μέσα μου με απίστευτη γλύκα, όπως τη μυρωδιά της γιαγιάς μου, στην οποία έχω χρόνια εξάρτηση και, ακόμη και σήμερα, «ολόκληρη γυναίκα», χώνω τη μύτη μου στο λαιμό της, εκεί κάτω από το αυτί, και τη μυρίζω με μανία (πόσο αστείο είναι που τώρα πια, στα 93 της, αισθάνεται αμήχανα και μου λέει να σταματήσω, ενώ την ίδια στιγμή χαμογελάει με κρυφή ικανοποίηση και τα μάτια της λάμπουν από χαρά…).

 

……………………………………………………...............